ΙΙΙ
Έτσι μιλάω για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν πανσέληνος
Από παντού για το μικρό το πόδι σου μες στα αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη , να φυσάω να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις ,πως φιλάς
Πως λές ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ το αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι και πάντα εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει :
Τόσο η νύχτα , τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα , τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική καμάρα τα’ ουρανού με τα άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Που πιά δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους , το ταβάνι , το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και να’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδικίμαστο και το από αλλού φερμένο
Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλάω για σένα και για μένα .
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν , μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα , μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει , μ’ ακούς
Είμ’ εγώ , μ’ ακούς
Σ’ αγαπάω μ ακούς
Σε κρατάω και σε πάω και σου φοράω
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας , μ’ ακούς
Σου κρατάει το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα έρθει μέρα , μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα , μ’ ακούς
Να γιαλίζει επάνω τους η απονιά , μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-ένα , μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετράω , μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία , μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό , μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω , μ’ ακούς
Ή κανείς ή και οι δυο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και , μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς , μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη , σ’ άλλο αστάρι , μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα ,δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε , ο ίδιος , μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχισε σ’ άλλους καιρούς
Από χειμώνα κι από τους βοριάδες , μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι ,μόνο εμείς , μ’ ακούς
Μες τη μέση της θάλασσας
Από το θέλημα της αγάπης , μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί , μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου ,άκου
Ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς ;
Ποιος γυρεύει τον άλλο , ποιος φωνάζει –ακούς ;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω , μ’ ακούς
Σ’ αγαπάω , σ’ αγαπάω , μ’ ακούς .
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου