"H φανταστική ελπίδα μπορεί ν' αρπάξει το ίδιο γερά έναν άνθρωπο όσο κι η πραγματικότητα"

"Charles Dickens"

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Το Άστρο της Βηθλεέμ

Το αστέρι της Βηθλεέμ, που κατά τη παράδοση καθοδήγησε τους μάγους στο Θείο Βρέφος, είναι μια γνωστή και ισχυρή ιστορία για τους Χριστιανούς. Αλλά ποια εξήγηση δίνουν οι επιστήμονες για αυτό το φαινόμενο;
Η ιστορική έρευνα προτείνει ότι είναι πιθανόν η Γέννηση του Ιησού να έγινε το έτος 7 π.Χ. όταν κατέφθασε στην αυλή του βασιλιά Ηρώδη μια ομάδα σοφών, αστρολόγων και ιερέων που τους ονόμαζαν Μάγους. Οι Μάγοι κατά τον Ηρόδοτο ήταν ιερείς στην Περσία που ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό, ιδιαιτέρως με την αστρολογία. Ενώ κατά τον Κέπλερ ήταν Χαλδαίοι, από εκεί που γεννήθηκε η αστρολογία. Επίσης άλλοι αναφέρουν πως οι Μάγοι ήρθαν από την Αίγυπτο.
Όταν έφθασαν στην Ιουδαία η παράδοση αναφέρει πως έψαχναν αυτόν που γεννήθηκε σαν Βασιλιάς των Ιουδαίων για να τον προσκυνήσουν. Η εξήγηση που έδωσαν ήταν ότι είχαν δει ένα άστρο στην Ανατολή.
Το άστρο της Βηθλεέμ αναφέρεται μόνο από τον Ευαγγελιστή Ματθαίου. Κατά αυτόν δεν ήταν ένα έντονο φως στον ουρανό, αλλά ήταν ένα διακριτικό σημάδι, μήνυμα μόνο για εκείνους που έψαχναν. Το άστρο της Βηθλεέμ αναφέρεται επίσης και σε ένα μη-βιβλικό κείμενο το πρωτευαγγέλιο του Αγίου Ιακώβου.
Εδώ όμως η περιγραφή του άστρου είναι πολύ διαφορετική: “Και οι μάγοι είπαν: Είδαμε πώς ένα απερίγραπτα μεγαλύτερο αστέρι από αυτά που βρίσκονται στον ουρανό έλαμψε τόσο, που το φως των αστεριών δεν μπορούσε να φανεί πλέον.”
Η εξήγηση για την διαφορά μεταξύ των δύο αναφορών, μπορεί να βρίσκεται στην ανάγκη να συνδέσει ο συγγραφέας του πρωτευαγγελίου, το Μεσσία με ένα μεγάλο αστέρι πιστεύοντας ότι, χωρίς ένα μεγάλο αστέρι, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ο ερχομός κανενός Μεσσία.
Ο σοφός Ωριγένης ήταν ο πρώτος που σύνδεσε την εμφάνιση του άστρου με κάτι το φυσικό. Παραδείγματος χάριν με την εμφάνιση ενός τεράστιου κομήτη.

Ενδείξεις στις Γραφές
Το άστρο έπρεπε να έχει εμφανιστεί πριν πεθάνει ο Βασιλιάς Ηρώδης, που επί των ημερών του έγινε η Γέννηση. Η ιστορία μας καθορίζει το θάνατο του πριν από την 11η Απριλίου του 4 π.Χ.. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο λόγος για τον οποίο ο Ιωσήφ και η Παναγία είχαν ταξιδέψει από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ ήταν η απογραφή, η οποία θεσπίστηκε από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αύγουστο περίπου το 8 π.Χ..
Ο Ιησούς όμως πρέπει να ήταν περίπου δύο χρονών όταν διέταξε ο Ηρώδης να σφαγιαστούν τα παιδιά κάτω από 2 χρονών. Άρα αν ο Ιησούς γεννήθηκε κατά την εποχή του Ηρώδη αυτό πρέπει να έγινε περίπου το 6 π.Χ.. Άλλωστε αναφέρεται πως οι Μάγοι πήγαν να προσκυνήσουν εκεί που βρισκόταν “παιδίον” κι όχι το “βρέφος”.
Μια άλλη ένδειξη για τη χρονολογία είναι ότι η άφιξη των Μάγων αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη στον Ηρώδη. Αυτό δείχνει ότι οι σύμβουλοί του δεν είχαν δει το άστρο.
Κάτι που πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης είναι ότι οι Μάγοι είπαν ότι είδαν το άστρο στην Ανατολή. Αυτό όμως μπορεί να είναι ένα λάθος στη μετάφραση από το “εν τη ανατολή”, που είναι μια φράση η οποία έχει μια ειδική αστρονομική σημασία. Σημαίνει ότι το αστέρι ήταν ψηλά στον Ουρανό όλη τη νύχτα. Ανέτειλε όπως ο ήλιος και στάθηκε όπως ο ήλιος.
Αυτό είναι μια από τις πέντε κύριες αστρολογικές θέσεις των Βαβυλωνίων, όταν θεωρήθηκε ότι έτσι συνέβαινε για να έχει ένα ουράνιο σώμα τη μέγιστη επιρροή του στα παγκόσμια γεγονότα.
Στο Ματθαίο έχουμε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα για την ερμηνεία του άστρου της Βηθλεέμ. Οι Μάγοι είπαν ότι το άστρο “πήγε πριν από αυτούς” και στάθηκε πάνω από εκεί όπου γεννήθηκε ο Ιησούς. Αυτό δεν μπορούμε εύκολα να εξηγήσουμε.
Έτσι έχουν οι ενδείξεις και οι αναφορές. Υπάρχει όμως κάτι αντικειμενικό που να μας δίνει μια ικανοποιητική εξήγηση για τα γεγονότα;

Μήπως ήταν μια σύνοδος του Δία και του Κρόνου;
Πολλά αστρονομικά αντικείμενα και γεγονότα έχουν προταθεί μεταξύ των άλλων, αστέρια, διάττοντες αστέρες ή μετεωρίτες, ο πλανήτης Αφροδίτη, σύνοδοι του Δία και του Κρόνου και ακόμη το πέρασμα του κομήτη Halley. Μερικές εξηγήσεις μπορούν να απορριφθούν αμέσως. Παραδείγματος χάριν, οι αρχαίοι αστρολόγοι γνώριζαν καλώς την Αφροδίτη, δεν τους ήταν άγνωστη.
Ο κομήτης του Halley επισημάνθηκε πάλι από τους Κινέζους τον Αύγουστο του 12 π.Χ.. και, αντίθετα από την πρόσφατη, μη λαμπρή, παρουσίασή του τότε θα ήταν ένα θεαματικό φαινόμενο στο νυκτερινό Ουρανό. Αλλά είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα από τη Γέννηση του Ιησού (περίπου 6 π.Χ.).
Υπάρχει, εντούτοις, μια άλλη σημαντική ένδειξη χίλια χρόνια μετά από τη Γένηηση του Χριστού. Το 1377μ.Χ., ένας άγνωστος συγγραφέας έγραψε στο Χρονικό του Κοινοβίου του Worcester για ένα γεγονός που συνέβη το 1285 μ.Χ.. Οι πλανήτες Δίας και Κρόνος είχαν κάνει σύνοδο στον ουρανό κοντά στον αστερισμό του Υδροχόου.
Αιώνες αργότερα, ο Johannes Kepler, ο τελευταίος εκ των των μεγάλων αστρολόγων και συγχρόνως αστρονόμος, πίστευε επίσης ότι μια σύνοδος, μια προσέγγιση Δία και Κρόνου, ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ.
Τα Χριστούγεννα του 1603 μ.Χ., από το παρατηρητήριό του στην πόλη Hradcyn κοντά στην Πράγα, είδε πάλι τον Δία και τον Κρόνο να κάνουν πάλι σύνοδο στον ουρανό. Ο Kepler ήταν γοητευμένος επειδή η σύνοδος έγινε στον αστερισμό των Ιχθύων, ένας αστερισμός με ειδική σημασία για το Ισραήλ. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τελευταίες φορές που είχε συμβεί η σύνοδος αυτή ήταν το 799 μ.Χ. και το 7 π.Χ..
Ακόμη και ο Τύχων Μπράχε έχει την ίδια άποψη με τον Κέπλερ.
Μπορούμε να υπολογίσουμε πότε συνέβη σύνοδος του Δία και του Κρόνου ανάμεσα στο 8 και στο 7 π.Χ. και βλέπουμε ότι ο Δίας και ο Κρόνος ήρθαν σε στενή επαφή στον Ουρανό τρεις φορές. Στις 27 Μαΐου του 7 π.Χ., σταμάτησαν απέχοντας απόσταση μία μοίρα και δύο μήνες αργότερα ήταν σε απόσταση 3 μοιρών.
Ακολούθως έκαναν σύνοδο δύο περισσότερες φορές, απέχοντας 1 μοίρα στις 6 Οκτωβρίου και στις 1 Δεκεμβρίου του 7 π.Χ. προτού να απομακρυνθούν οριστικά ο ένας από τον άλλον. Ήταν αυτό που οι αστρονόμοι καλούν τριπλή σύνοδος. Ένα αστρονομικό γεγονός που συμβαίνει κάθε 20 χρόνια, έγινε τρεις φορές σε λίγους μήνες.
Στις 25 Φεβρουαρίου μάλιστα συμμετείχε στη σύνοδο Δία-Κρόνου και ο Άρης σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο. Αυτό μάλλον ήταν που έκανε τους μάγους να υποθέσουν τη γέννηση ενός Βασιλιά. Μάλιστα αν σκεφθούμε ότι έγιναν στο ζώδιο των Ιχθύων, το σύμβολο των Εβραίων και των Χριστιανών αργότερα, αυτό μάλλον έκανε τους μάγους να συνδέσουν την εμφάνιση των άστρων με το Βασιλιά των Ιουδαίων.
Για τους αστρολόγους της εποχής εκείνης τα γεγονότα αυτά ήταν εκπληκτικά. Ο Κρόνος ταυτιζόταν συνήθως με το Θεό του Ισραήλ και ο Δία με το Μεσσία. Είχαν ενωθεί στον αστερισμό των Ιχθύων, το σημάδι του νερού. Και το νερό πέφτει στη Γη και την καθιστά εύφορη. Κάτι που θεωρήθηκε ότι ήταν ο ρόλος του Ισραήλ μεταξύ των εθνών.
Και κάτι εκπληκτικό. Η ιστορία μας λέει ότι το υπέρλαμπρο άστρο σταμάτησε να φαίνεται για λίγο καιρό, όταν οι Μάγοι βάδιζαν προς την Ιερουσαλήμ για να εμφανιστεί λίγο αργότερα, οδηγώντας τους στη Φάτνη. Έτσι η σύνοδος του Δία-Κρόνου που αρχικά εμφανίστηκε, εξαφανίστηκε και ύστερα επανεμφανίστηκε ίσως είναι το άστρο της Βηθλεέμ και το άστρο της Ανατολής.
Εάν ο Ιησούς γεννήθηκε το 7 π.Χ., όπως πολλοί θεωρούν σωστό, και εάν η θεωρία συνόδου είναι σωστή τότε αυτό δείχνει τη Γέννηση του Ιησού τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο. Δεν έχουμε κανέναν τρόπο να είμαστε βέβαιοι για την ακριβή ημέρα αλλά θα μπορούσαμε να πάρουμε την ημέρα κατά την οποία ο Δίας και ο Κρόνος όταν ήταν στον ουρανό όλη η νύχτα.
Αυτό έγινε τη Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου του 7 π.Χ..
Η ημερομηνία αυτή αντιστοιχεί στον εβραϊκό μήνα Τισρί, (κρατάει από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως στις αρχές του Οκτωβρίου). Αν κοιτάξουμε τις Γραφές ο Ζαχαρίας (πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου) ήταν ιερέας και συνάντησε τον αρχάγγελο Γαβριήλ τις ημέρες της εφημερίας του στον Ναό (δηλαδή στην εποχή του Ταμμούζ (Ιούνιο-Ιούλιο). Μετά την υπηρεσία του, η στείρα γυναίκα του, η Ελισάβετ, συνέλαβε – όπως προανήγγειλε ο αρχάγγελος – τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, πιθανώς τον μήνα Τεμπέθ (Δεκέμβριος-Ιανουάριος), ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανήγγειλε και στην Παρθένο Μαρία ότι πρόκειται να γίνει μητέρα του Υιού του Θεού, γεγονός που συνέβη 9 μήνες αργότερα, πιθανώς τον μηνά Τισρί, δηλαδή τον Σεπτέμβριο, που ίσως είναι ο μήνας γέννησης του Χριστού.

Όσο για την ημερομηνία 25η Δεκεμβρίου αυτό αποφασίστηκε το 355 από την Εκκλησία της Ρώμης και την αποδέχθηκαν όλοι. Την ημερομηνία εκείνη γιορτάζονταν ειδωλολατρικές εορτές προς τιμήν του Μίθρα και η Εκκλησία ήθελε να τις αντικαταστήσει με τη Γέννηση του Χριστού.

Μήπως ήταν μια σύνοδος του Δία και της Αφροδίτης;
Στις 12 Αυγούστου του 3 π.Χ. συνέβη μια σύνοδος του Δία και της Αφροδίτης που θα είχε ειδική σημασία για τους αστρολόγους, που είχαν γνώση των προφητειών για την έλευση του Ιησού. Εκείνο το πρωί η λαμπρή αυτή σύνοδος έλαβε χώρα στον αστερισμό του Λέοντα, πλησίον του άστρου Regulus. Ο Λέων είναι το φυλετικό ζώδιο των Ιουδαίων. Στους Βαβυλωνίους, ο Δίας ήταν ο βασιλεύς των πλανητών και το όνομα που είχαν δώσει στο άστρο Regulus ήταν Sharru, που σήμαινε ο Βασιλιάς. Στην Αφροδίτη είχαν δώσει το όνομα Ishtar, την κύρια βαβυλωνιακή θεότητα και συνδεδεμένη με την θηλυκότητα. Έτσι, αστρολογικά ήταν μια σπουδαία σύνοδος.
Ίσως, το πιο σπουδαίο ενδιαφέρον σημάδι στους αρχαίους αστρολόγους ήταν ότι στις 14 Σεπτεμβρίου του 3 π.Χ. ο Δίας ήρθε σε σύνοδο με το άστρο Regulus, προχώρησε μπροστά, φάνηκε μετά να σταματάει και να κινείται ανάδρομα έως ότου πέρασε από το άστρο Regulus για 2η φορά. Αυτό συνέβη στις 17 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ. και στις 8 Μαΐου του 2 π.Χ. πέρασε για 3η φορά. Αναμφισβήτητα ήταν θεϊκό σημάδι για τους αστρολόγους.
Τελικά, στις 17 Ιουνίου του 2 π.Χ. ο Δίας και η Αφροδίτη ήρθαν πάλι σε σύνοδο πλησίον του Regulus, τόσο κοντά που φαινόταν σαν ένα λαμπρό αστέρι στον ουρανό ακόμα και την ημέρα, έως ότου έδυσαν τα δύο άστρα προς δυσμάς (προς την πλευρά της Ιερουσαλήμ όπως φαινόταν από τη Βαβυλώνα).

Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, το 3 π.Χ. πρέπει να εκδόθηκε το διάταγμα της απογραφής, ο θάνατος του Ηρώδη να συνέβη στις αρχές του 1 π.Χ. και άρα η γέννηση του Χριστού πρέπει να έγινε στα μέσα περίπου του 2 π.Χ. www.physics4u.gr
.

Ο μύθος του σπηλαίου ~ πλάτων


Η Πολιτεία περιλαμβάνει την Αλληγορία του σπηλαίου, με την οποία ο Πλάτων εξηγεί τη Θεωρία των Ιδεών του.

Η σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, λόγω απαιδευσίας, μπορεί να αναπαρασταθεί άψογα από τον περίφημο μύθο του σπηλαίου που διηγείται ο Πλάτωνας, στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του.
Ο άνθρωπος ζει σε μια ψευδαίσθηση
Σύμφωνα με τον αλληγορικό μύθο οι άνθρωποι ζούμε σαν φυλακισμένοι μέσα στις παραισθήσεις και τις αυταπάτες μας και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί μας εμποδίζουν τα δεσμά των αισθήσεων αλλά και τα δεσμά των εξουσιαστών, που χειραγωγούν τις αισθήσεις μας ώστε να αντιλαμβανόμαστε μόνο την πραγματικότητα όπως την καθορίζουν εκείνοι.

Κάποια στιγμή μερικοί δεσμώτες απαλλάσσονται επιτέλους από την επιρροή των δογμάτων, χάρη στην παιδεία και τον ορθό λόγο και επιτέλους με καθαρή σκέψη μπορούν να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε αποδείξεις.
Ο μύθος του σπηλαίου


Ο μύθος αυτός διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναμμένη μια φωτιά. Έτσι οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο. Επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, κάτω από το φως του ήλιου πλέον, δει τα πράγματα, θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε όσο ήταν μέσα στη σπηλιά. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοι του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ακόμη ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις.
Η ερμηνεία του μύθου από τον μεγάλο μας φιλόσοφο


Κατά τον Πλάτωνα, ο απελεύθερος δεσμώτης είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος βλέπει τα ίδια τα όντα, τις ιδέες, και όχι τα είδωλά τους. Οι αλυσοδεμένοι σύντροφοι του είναι οι κοινοί άνθρωποι που, έχοντας εθισθεί στις απατηλές παραστάσεις των αισθητών πραγμάτων, ζουν, χωρίς να το ξέρουν, μέσα στο ψέμα. Πάντοτε βέβαια, για τον Πλάτωνα, υπάρχει η δυνατότητα απεμπλοκής των αλυσοδεμένων ανθρώπων από τις πλάνες τους. Για να το πετύχουν αυτό, χρειάζεται να αποδεσμευτούν από τις αλυσίδες τους. Αυτές συμβολίζουν τις αισθήσεις τους, που τους υποχρεώνουν να παρατηρούν μόνο τα απατηλά είδωλα των ιδεών, των αληθινών όντων. Αντί για τις αισθήσεις τους όμως θα πρέπει να εμπιστευτούν το νου τους.

Ο ρόλος του Μύθου και η θέση του Φιλόσοφου στην Πολιτεία του Πλάτωνα


Η αλληγορία του σπηλαίου είναι μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της θέσης του φιλόσοφου ως βασιλιά στην Ιδεώδη Πολιτεία. Οι φυλακισμένοι αρχίζουν να αποδίδουν τα μη πραγματικά σχήματα των σκιών με όρους και έννοιες, ενώ πιστεύουν ότι οι σκιές αυτές είναι η πραγματικότητα.

Το ότι οι φυλακισμένοι, ωστόσο, μπορούν να δουν μόνο τις σκιές αυτές, δε σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος περιορίζεται μόνο μες στο σπήλαιο. Αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο, θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μες στο σπήλαιο ήταν απλά αντίγραφα των αληθινών. Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους. Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, και, προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους.

Σωκράτης : « -Και αν κανείς ήθελεν να επιχειρήσει να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους ανεβάσει, δεν θα ήσαν ικανοί να τον σκοτώσουν αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; Αφου θα θεωρούσαν ότι θέλει να τους κάνει κακό και να τους τυφλώσει ενώ αυτός θέλει να τους δείξει το μόνο αληθινό Φώς.» Γλαύκων : «-Το δίχως άλλο!». Έχουμε πολλά θλιβερά ιστορικά παραδείγματα εν προκειμένω. Ο ίδιος ο Σωκράτης είχε τραγικό τέλος, επειδή εισήγαγε καινά δαιμόνια...

Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, οι φιλόσοφοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους.

Συχνά, ο Ήλιος, που συμβολίζει το Αγαθό, ωθεί στην ερμηνεία του Μύθου του Σπηλαίου από θρησκευτικής απόψεως: χωρίς Θεό, οι άνθρωποι ζουν μες το σκοτάδι.

Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο, για ολόκληρο το έργο της Πολιτείας, εκφράζει την εμμονή στα αισθητά πράγματα, όσων μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τις αισθήσεις τους, ενώ η άνοδος στον πραγματικό κόσμο και η όραση των αληθινών Ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην κατα τον Πλάτωνα απόλυτη αλήθεια :
Την εναρμόνιση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού.

Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όρασης αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.

Η ανάβαση στον κόσμο του φωτός συνιστά μια πορεία, η οποία ξεκινώντας από μια αρνητική γνώση, από τη γνώση "του τι δεν είναι", απολήγει στην αυτογνωσία και την κοσμογνωσία. Ο κόσμος του σπηλαίου απεικονίζει την εμμονή της ψυχής στο αισθητόν, την υπερεκτίμησή του, την παντελή κυριαρχία των αισθήσεων και του επιθυμητικού τμήματός της επί του λογιστικού. Η προσκόλληση στο γίγνεσθαι επιφέρει ψυχική σύγχυση, νόσον, ενώ η θέασις των όντων εσωτερική ισορροπία , την εναρμόνιση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού μέρους της. Για τον Πλάτωνα, το αίτημα της αυτογνωσίας είναι πρωταρχικό. Ακόμη κι αν δε βρεθεί ποτέ ο φιλόσοφος -ηγέτης που θα διοικήσει την ιδανική πολιτεία, κάθε άνθρωπος χωριστά θα πρέπει να επιδιώξει τουλάχιστον να ρυθμίσει το πολίτευμα της ψυχής του.
Η ερμηνεία της αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα στη σύγχρονη εποχή


Ο ι άνθρωποι, από αρχαιότατες εποχές ως σήμερα, ζούμε φυλακισμένοι στα σώματά μας, μέσα στις παραισθήσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες μας που δημιουργούνται από τον εγωκεντρισμό, την επιθυμία για απόκτηση και εξουσία, τον ατομικισμό, την αδιαφορία για τους άλλους, την προσκόλληση μόνο στις σωματικές μας ανάγκες και σε αυτές που μας προστάζει η αυτοϊκανοποίηση του εαυτούλη μας και την άκριτη υπακοή σε αυτό που μας παρουσιάζουν ως πραγματικό και ως την μοναδική μας επιλογή για ζωή . Για να γνωρίσουμε την αλήθεια, πρέπει ν’ αποτινάξουμε τα δεσμά των αισθήσεων αλλά και τα δεσμά των ποικίλων εξουσιαστών, που αφήνουν ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνο τα αντίγραφα και τις απατηλές σκιές της πραγματικότητας.

Έρχεται όμως κάποια στιγμή, που κάποιοι δεσμώτες, καταφέρνουν ν’ απαλλαγούν απ’ την επιρροή των αισθήσεων και των δογμάτων και να γνωρίσουν την αλήθεια, βασιζόμενοι στις αποδείξεις που τους παρέχει μόνο ο ορθός λόγος και η καθαρή σκέψη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι φιλόσοφοι και οι «πεπαιδευμένοι», οι μορφωμένοι, που η παιδεία τους δείχνει τον τρόπο πώς, ξεγλιστρώντας μέσα από τα ποικίλα δογματικά δίχτυα, να ξεφύγουν από τη μοίρα των δεσμωτών της σπηλιάς…

Άλλωστε ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός. Ωστόσο αυτό συμβαίνει και στη δική μας πραγματικότητα που δεδομένα και αληθινά θεωρούνται μόνο όσα μας δείχνουν τα ΜΜΕ, όσα μάθαμε στο σχολείο, όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας όχι όμως με τον νου μας, όσες επιθυμίες απορρέουν από τις σωματικές μας ανάγκες αλλά και τις ανάγκες επιβεβαίωσης του υπέρμετρου εγώ μας με αποτέλεσμα όλα αυτά να έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο στη ψευδαίσθηση πως είναι μόνος του και ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι εις βάρος των άλλων και της φύσης

Ηράκλειτος δηλώνει χαρακτηριστικά :
« ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΗΤΟΥΣ. ΟΙ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟ».

Όμως δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να ξεφύγουν από τον πλασματικό κόσμο. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αντικρούσουν την φοβερή πραγματικότητα. Αρέσκονται να ζουν στον ψεύτικο κόσμο. Φοβούμενοι τον δρόμο που θα τους οδηγήσει στο «ξύπνημα».
Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε κανένα να ξυπνήσει με το ζόρι. Αυτό όμως που ίσως μπορούμε είναι να καταστήσουμε εμφανή και προσβάσιμη την έξοδο από το τούνελ γι' αυτούς, που έχουν κουραστεί να ζουν στο όνειρο-εφιάλτη και η ψυχή τους είναι έτοιμη να ανθίσει στη συνειδητότητα. Δεν είναι χρήσιμο να περιμένουμε την έλευση του ‘’εκλεκτού’’ για να μας σώσει από τη μηχανικότητα, γιατί μόνο ο καθένας μπορεί, με τη δική του προσπάθεια και τη σχετική εξωτερική βοήθεια, να γίνει o σωτήρας του εαυτού του. Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο ζοφερά. Αυτή είναι η μία πλευρά της Σελήνης, η σκοτεινή. Υπάρχει όμως και η άλλη που μας κάνει να είμαστε, υπό όρους, αισιόδοξοι....Είναι η πλευρά που υπάρχει στην έξοδο του σπηλαίου....

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

αγαπημένες φρασεις

•Κάθε ερωτική σχέση βασίζεται σε άγραφες συμβάσεις που οι εραστές τις κλείνουν απρόσεκτα τις πρώτες βδομάδες της αγάπης τους. Βρίσκονται ακόμη σε ονειρική κατάσταση αλλά συνάμα, χωρίς να το ξέρουν, συντάσσουν σαν αδιάλλακτοι δικηγόροι τις λεπτομέρειες του συμβολαίου. Ώ εραστές, τα μάτια σας δεκατέσσερα σ' αυτές τις επικίνδυνες πρώτες μέρες! Αν σερβίρετε στο σύντροφό σας το πρόγευμά του στο κρεβάτι, θα πρέπει να το συνεχίσετε αυτό για πάντα, αν δεν θέλετε να κατηγορηθείτε αργότερα για έλλειψη αγάπης και για προδοσία. (Μίλαν Κούντερα "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης" εκδ. Οδυσσέας σελ. 40)
•Ο έρωτας είναι μια αθώα πηγή που βγαίνει από την κοίτη της τη στρωμένη με κάρδαμο, λουλούδια και χαλίκια, που πότε ποτάμι και πότε ποταμός, αλλάζει όψη και φύση σε κάθε του κύμα και ρίχνεται σ' ένα απροσμέτρητο ωκεανό, όταν τα μικρά πνεύματα βλέπουν τη μονοτονία, όταν οι μεγάλες ψυχές βυθίζονται στην άβυσσο αδιάκοπων στοχασμών. (Ονορέ ντε Μπαλζάκ "Το μαγικό δέρμα" εκδ. Ηριδανός σελ. 114)
•Την κοίταζα, στην αρχή μ' αυτό το βλέμμα που δεν είναι μόνο το φερέφωνο των ματιών, αλλά στο παραθύρι του προβάλλουν όλες οι αισθήσεις, ανήσυχες κι απολιθωμένες, το βλέμμα που θάθελε ν' αγγίξει, να αιχμαλωτίσει, να πάρει μαζί του το κορμί που κοιτάζει και την ψυχή του μαζί. (Μαρσέλ Προυστ "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" - Από τη μεριά του Σουάν Ι - εκδ. Ηριδανός σελ. 174)
•Ο Έρωτας σημαίνει μια ποσοτική και ποιοτική μεγαλοποίηση του σεξουαλισμού. (Χέρμπερτ Μαρκούζε "Έρως και πολιτισμός" εκδ. Κάλβος σελ. 207)
•Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο, ούτε άνθρωπος, ούτε διάβολος, ούτε πράγμα, που να το θεωρώ τόσο ύποπτο σαν τον έρωτα, που διαποτίζει την ψυχή περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει τίποτα που να κατακτά και να δεσμεύει την καρδιά όπως ο έρωτας. Έτσι, όταν δεν υπάρχουν τα όπλα που θα τον καταπολεμήσουν, ο έρωτας ωθεί την ψυχή σ' έναν απύθμενο αφανισμό. (Ουμπέρτο Έκο "Το όνομα του Ρόδου" εκδ. Γνώση σελ. 305)
•Μα, αγαπητέ μου Κόστια, όσον καιρό δεν αγαπούσα, ήξερα κι εγώ θαυμάσια τι πράμα είναι ο έρωτας. (Άντον Τσέχοφ "Διηγήματα" εκδ. Ζαχαρόπουλος σελ. 259)
•Υπάρχουν άντρες που σε μερικές στιγμές της ζωής τους φάνηκαν παθιασμένοι εραστές, δεν υπάρχει όμως ούτε ένας που να μπορείς να τον χαρακτηρίσεις "μεγάλο ερωτευμένο". Και στις πιο βίαιες εκδηλώσεις τους, δεν εγκαταλείπονται ποτέ ολοκληρωτικά. Ακόμα κι όταν γονατίζουν μπροστά στην αγαπημένη, εκείνο που σκέφτονται είναι πώς να εξουδετερώσουν την αντίστασή της, πώς να την υποτάξουν σεξουαλικά. Ως το μεδούλι των οστών τους παραμένουν κυριαρχικά, ανεξάρτητα άτομα. Η αγαπημένη γυναίκα αποτελεί μια αξία ανάμεσα σε τόσες άλλες. Θέλουν να την ενσωματώσουν στην ύπαρξή τους κι όχι να καταποντισθούν μέσα της. Για τη γυναίκα, αντίθετα, ο έρωτας είναι η ολόπλευρη εγκατάλειψη για όφελος του αγαπημένου. (Σιμόν Ντε Μπωβουάρ "Το δεύτερο φύλο" εκδ. Γλάρος σελ. 660)
•Γιατί δεν πετάς έξω τα βρωμόγατα, μου είπε κάποτε ένας από τους εραστές μου. Επειδή θα ζήσω μαζί τους περισσότερο καιρό απ' ό,τι με σένα, του απάντησα. (Άνια Μέυλεμπέλτ "Το τέλος της ντροπής" εκδ. Λιβάνης σελ. 176)
•Οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της. (Μίλαν Κούντερα "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" εκδ. Εστία σελ. 211)
•Όλοι οι προσδιορισμοί του έρωτα θα έχουν πάντα ένα κοινό σημείο: ο έρωτας είναι κάτι ουσιώδες, μεταμορφώνει τη ζωή σε πεπρωμένο: οι ιστορίες που ξετυλίγονται "πέρα από τον έρωτα", όσο ωραίες κι αν είναι, έχουν ως αναγκαία συνέπεια ένα χαρακτήρα επεισοδιακό. (Μίλαν Κούντερα "Η Αθανασία" εκδ. Εστία σελ. 361)
•Πολοί άνθρωποι όταν ενώνονται σαρκικά έχουν την εντύπωση πως ενώθηκαν και ψυχικά κι εκφράζουν μετά αυτήν την εσφαλμένη πίστη με το να αισθάνονται αυτόματα την ανάγκη να μιλούν στον ενικό. Έτσι εγώ που δεν ανέχομαι μια τέτοια εσφαλμένη αρμονία σώματος και ψυχής δέχτηκα τον ενικό της Έλενας με αντιπάθεια. (Μίλαν Κούντερα "Το αστείο" εκδ. Κάλβος σελ. 234)
•Από τότε όμως που είχε αντιληφθεί πως για πολλούς άντρες η Οντέτ ήταν μια γυναίκα ελκυστική και ποθητή, η γοητεία που είχε για τους άλλους το κορμί της, είχε ζωντανέψει μέσα του μιαν οδυνηρή ανάγκη να κυριαρχήσει πάνω της ολότελα, ως και στην παραμικρότερη άκρη της καρδιάς της. (Μαρσέλ Προυστ "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" - Από τη μεριά του Σουάν ΙΙ - εκδ. Ηριδανός σελ. 100)
•Παρ' όλο που αγάπησε τη Μίριαμ απ' τη στιγμή που την πρωτοείδε, στην τετάρτη γυμνασίου, ταυτόχρονα άρχισε να την μισεί, σαν εμπόδιο, το μοποίο τον απέκλειε από το πλήθος των γυναικών που ένοιωθε πως δικαιούνταν ν' απολαύσει. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 142)
•Η γυναίκα σου πρέπει να καταλάβει πως την αγαπάς, αλλά πως είσαι και κυνηγός και πως το θήραμά σου δεν τη βάζει σε κίνδυνο. Αλλά αυτό δεν το καταλαβαίνει καμιά γυναίκα. Όχι,καμιά γυναίκα δεν νοιώθει τον άντρα. (Μίλαν Κούντερα "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης" εκδ. Οδυσσέας σελ. 39)
•Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πως η μαμά θαρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα, ώστε η στιγμή που την άκουγα ν' ανεβαίνει, κι ύστερα να περνά στο διάδρομο με τη διπλή πόρτα, ο ανάλαφρος ήχος απ' το φόρεμά της του κήπου - θαλασσιά μουσελίνα όπου κρέμονταν κορδονάκια από πλεχτή ψάθα - ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελνε τη στιγμή που θ' ακολουθούσε, όταν θα με άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. (Μαρσέλ Προύστ "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" -Από τη μεριά του Σουάν Ι - εκδ. Ηριδανός σελ. 25)•Ζωή σημαίνει να βρωμίζεις τα χέρια σου, σημαίνει να πηδάς στη μέση της γιορτής, σημαίνει να πέφτεις με τα μούτρα. Ζωή σημαίνει να πηγαίνεις πέρα από τον εαυτό σου - προς τα αστέρια. (Λέο Μπουσκάλια "Να ζεις, ν' αγαπάς και να μαθαίνεις" εκδ. Γλάρος σελ. 201)
•Αν κοιτάξουμε τη ζωή στις μικρές της λεπτομέρειες, πόσο γελοία φαίνονται όλα. Είναι σαν μια σταγόνα νερό ιδωμένη μέσα απ' το μικροσκόπιο, μια μόνη σταγόνα που σφύζει από πρωτόζωα. Πώς γελάμε έτσι που τρέχουν με βιασύνη και παλεύουν το ένα με το άλλο. Είτε εδώ είτε στην περιορισμένη έκταση της ανθρώπινης ζωής, αυτή η τρομερή δραστηριότητα παράγεο κωμικό αποτέλεσμα. (Σοπενάουερ) (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 77)
•Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πταγματικότητα, ενώ όλα τ' άλλα είοναι παιχνίδια του νου. (Σοπενάουερ) (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 115)
•Όταν, στο τέλος της ζωής τους, οι άνθρωποι κοιτάζουν προς τα πίσω, ανακαλύπτουν ότι έζησαν όλη τους τη ζωή εν αναμονή. Με έκπληξη θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που άφησαν να τους διαφύγει χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν δεν ήταν άλλο απ' τη ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, ξεγελασμένος απ' την ελπίδα, χορεύει προς την αγκαλιά του θανάτου. (Σοπενάουερ) (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 139)
•Ο Γκένκα θα μας διδάξει ότι πρέπει να κατοικούμε μόνο στο παρόν. Το χθες και το αύριο δεν υπάρχουν. Παλιές αναμνήσεις, μελλοντικές επιθυμίες, το μόνο που κάνουν είναι να προκαλούν ανησυχία. Ο δρόμος προς την αταραξία βρίσκεται στην παρατήρηση του παρόντος και στην ικανότητα να του επιτρέπουμε να κυλάει ανενόχλητο μαζί με το ποτάμι της συνειδητότητάς μας. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 176)
•Τι άλλο είναι η ανθρώπινη ζωή παρά ένας ατέλειωτος κύκλος επιθυμίας, ικανοποίησης, πλήξης και πάλι επιθυμίας; Ισχύει άραγε αυτό για όλες τις μορφές ζωής; Για τους ανθρώπους είναι χειρότερο, λέει ο Σοπενάουερ, γιατί όσο αυξάνεται η ευφυία, τόσο αυξάνεται και η ένταση της δυστυχίας. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 331)
•Η ζωή μπορεί να συγκριθεί μ' ένα κομμάτι κεντητό ύφασμα, που στο πρώτο μισό ο άνθρωπος το βλέπει απ' την καλή του μεριά, και στο δεύτερο μισό απ' την ανάποδη. Η δεύτερη μεριά δεν είναι τόσο ωραία, αλλά είναι πιο εποικοδομητική, γιατί βοηθάει τον άνθρωπο να δει πώς συνδέονται μεταξύ τους τα νήματα. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 351)
•Ιδωμένη από τη σκοπιά της νεότητας η ζωή είναι ένα απείρως μακρύ μέλλον. Από τη σκοπιά των γηρατειών μοιάζει με ένα πολύ σύντομο παρελθόν. (Σοπενάουερ) (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 393)
•Ο Σοπενάουερ μας προτρέπει να ζήσουμε και να βιώσουμε τη ζωή στο τώρα και να μη ζούμε με την "ελπίδα" κάποιου μελλοντικού καλού. Δυο γενιές αργότερα ο Νίτσε θ' άκουγε την πρόσκλησή του και θ' ανακήρυσσε την ελπίδα τη μεγαλύτερη μάστιγα του ανθρώπου : Κατηγόρησε με τη μεγαλύτερη δριμύτητα τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τον Χριστιανισμό, επειδή έστρεψαν την προσοχή μας μακριά από τη μοναδική ζωή που διαθέτουμε, προς έναν μελλοντικό απατηλό κόσμο. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 415)

•Πόσες φορές δεν είδα, πόσες φορές δε λαχταρησα να μιμηθώ, όταν θάμουν ελεύθερος να ζω όπως θέλω, έναν κωπηλάτη που, με παρατημένα τα κουπιά, είχε ξαπλώσει ανάσκελα, με το κεφάλι χαμηλά, στο βάθος της βάρκας του, κι αφήνοντάς τη να πλέει ακυβέρνητη, βλέποντας μόνο τον ουρανό που έφευγε από πάνω του αργά, έδειχνε στο πρόσωπό του την προαπόλαυση της ευτυχίας και της γαλήνης! (Μαρσέλ Προυστ "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" - Από τη μεριά του Σουάν Ι - εκδ. Ηριδανός σελ. 208)
•Μια διατύπωση του Σοπενάουερ που με βοήθησε ήταν η ιδέα ότι η σχετική ευτυχία πηγάζει από τρεις πηγές: απ' αυτό που είσαι, απ' αυτό που έχεις κι απ' αυτό που αντιπροσωπεύεις στα μάτια των άλλων. Εκείνος μας προτρέπει να δίνουμε προσοχή μόνο στο πρώτο και να μη χτίζουμε πάνω στο δεύτερο και στο τρίτο - στο τι έχουμε και στο τι πιστεύουν οι άλλοι για μας - γιατί αυτά τα δύο δεν τα ελέγχουμε. (Ίρβιν Γιάλομ "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" εκδ. Άγρα σελ. 380)

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα

Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Συνείδηση

• Είναι η συνείδηση ανεξάρτητη του σώματος;
• Πού βρίσκεται η έδρα της συνείδηση;
• Μπορούν τα ζώα και οι μηχανές να έχουν συνείδηση;
Το αίνιγμα της συνείδησης απασχολεί τους ανθρώπους από την αρχαιότητα. Μια οριστική και πειστική απάντηση για το τι ακριβώς είναι η συνείδηση δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα. Πριν από 2.500 χρόνια, ο μεγάλος φιλόσοφος Δημόκριτος είχε ασχοληθεί με τη σχέση ανάμεσα στις αισθητηριακές εντυπώσεις και τον τρόπο που το λογικό μας τις αντιλαμβάνεται.
Αργότερα ο επίσκοπος Αυγουστίνος διατύπωσε γύρω στο έτος 400 μ.X. τον εξής προβληματισμό: «Όταν ένα υλικό πράγμα ιδωθεί με τα μάτια του νου, δεν είναι πια υλικό πράγμα αλλά ένα καθρέφτισμα αυτού του πράγματος, και η μονάδα που αντιλαμβάνεται αυτό το καθρέφτισμα στο νου δεν είναι ούτε υλικό σώμα ούτε το καθρέφτισμα του φυσικού αντικειμένου». Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε ένα υλικό σώμα, που μπορεί να αντιλαμβάνεται τον περιβάλλοντα κόσμο, και έναν άυλο νου – ή μια άυλη ψυχή – που μπορεί να έχει συνειδητή επίγνωση του κόσμου ονομάζεται στη φιλοσοφία δυϊσμός. Πρόκειται, με δυο λόγια, για ένα διαχωρισμό ανάμεσα στο κόσμο των αισθήσεων και τον κόσμο της συνείδησης, ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή/ νου ως δύο εντελώς διαφορετικών ουσιών.

Καρτέσιος: H ψυχή εδρεύει στην επίφυση
0 Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Καρτέσιος (Rene Descartes) ανέπτυξε περισσότερο αυτή την άποψη για τη συνείδηση στο έργο του “Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας” (Meditationes de prima philosophia) το 1641. Περιγράφει την ψυχή σαν «άυλο, σκεπτόμενο πράγμα», που αποτελεί την ουσία του ανθρώπου και εμπεριέχει όλες τις σκέψεις, ελπίδες και αμφιβολίες του, καθώς και την πίστη του. Κατά τον Καρτέσιο, σώμα και ψυχή βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, η ψυχή όμως μπορεί να υπάρξει και ανεξάρτητα από το σώμα.
O Καρτέσιος προσπάθησε να εντοπίσει πού εδρεύει η ψυχή και την τοποθέτησε στον εγκέφαλο, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, που υποστήριζαν ότι η ψυχή αιωρείται ελεύθερα ή βρίσκεται παντού. O Καρτέσιος γνώριζε ότι η δομή του εγκεφάλου είναι συμμετρική, ότι δηλαδή οι περισσότερες δομές είναι διπλές και βρίσκονται και στα δύο ημισφαίρια. Επειδή η ψυχή αποτελεί την ουσία του ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να έχουμε μόνο μία, συλλογίστηκε ο Καρτέσιος• γι’ αυτό και θα πρέπει να εδρεύει σε μια δομή του εγκεφάλου που είναι μοναδική. Υπέθεσε λοιπόν ότι η ψυχή βρίσκεται στην επίφυση, μια δομή του μεσεγκεφάλου. Σήμερα ξέρουμε ότι η επίφυση είναι υπεύθυνη για την παραγωγή της ορμόνης σεροτονίνη, η οποία ελέγχει τον ημερονύκτιο βιορυθμό μας. Υπάρχουν και σήμερα θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο αδένας αυτός παίζει σημαντικό ρόλο στη συνείδηση μας – κάτι που, ωστόσο, δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά.
O Θεός σύνδεσμος σώματος-ψυχής
Από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τον Καρτέσιο και τον καρτεσιανό δυϊσμό ήταν ότι έπρεπε να εξηγήσει πώς η άυλη ψυχή μπορούσε να ενσωματωθεί στο υλικό τμήμα της επίφυσης και κατά συνέπεια στο σώμα, αφού σώμα και ψυχή αποτελούνταν από δύο τελείως διαφορετικές ουσίες. O Γάλλος φιλόσοφος δε βρήκε ικανοποιητική απάντηση, οπαδοί του όμως υποστήριξαν ότι μόνο ο Θεός μπορούσε να είναι ο σύνδεσμος μεταξύ σώματος και ψυχής.
Οι υποστηρικτές του δυϊσμού δεν έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να εξηγήσουν με σαφήνεια τη σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή.
Στο άλλο στρατόπεδο βρίσκεται ο υλισμός, το φιλοσοφικό σύστημα που διδάσκει ότι η ψυχή που έχει συνείδηση και ο υλικός εγκέφαλος είναι το ίδιο και το αυτό και ότι ο άνθρωπος δε διαθέτει κάτι άυλο. Η νόηση είναι λειτουργία της ύλης, η συνείδηση είναι απόρροια των διεργασιών του εγκεφάλου – επομένως παύει να υπάρχει αμέσως μόλις πάψει να λειτουργεί ο εγκέφαλος . Σε ορισμένες υλιστικές θεωρίες, κεντρικό ρόλο παίζει ο όρος “νευρωνικό αντίστοιχο”: Για κάθε επιμέρους λειτουργία της συνείδησης υπάρχει μια νευρωνική δραστηριότητα που μπορεί να την εξηγήσει. Οι περισσότεροι νευροφυσιολόγοι υιοθετούν την άποψη ότι η συνείδηση και όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα προέρχονται από βιοχημικές αντιδράσεις στον εγκέφαλο.
Είναι όμως πολύ δύσκολο να αποδείξει κανείς εμπειρικά την ορθότητα της θεωρίας και να αναγνωρίσει τους συγκεκριμένους νευρικούς ερεθισμούς που αντιστοιχούν στη συνείδηση. Το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαμε να εξακριβώσουμε τι συμβαίνει στη συνείδηση με ένα εγκεφαλογράφημα, όπως κάνουν οι νευρολόγοι όταν θέλουν να εντοπίσουν, για παράδειγμα, τους νευρώνες που ευθύνονται για την κίνηση του χεριού. Αναλύοντας τομογραφίες του εγκεφάλου πριν, κατά και μετά την κίνηση, οι νευρολόγοι εξακριβώνουν ποια κέντρα του εγκεφάλου ενεργοποιούνται. Αυτή η απλή μέθοδος, όμως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μελέτη των – σαφώς πολυπλοκότερων – διεργασιών της συνείδησης.
Υπάρχουν πολλές σχολές στην υλιστική φιλοσοφία, αλλά στην αρχή όλοι οι υλιστές ήταν σύμφωνοι ότι η ψυχή, ο φορέας της συνείδησης, είναι εγκαταστημένη σε περιορισμένο τμήμα του εγκεφάλου, μια θέση παρόμοια με εκείνη του Καρτέσιου για την επίφυση. Τον περασμένο αιώνα, όμως, η επιστήμη έκανε μεγάλες προόδους.Έτσι, οι νευροφυσιολόγοι συνειδητοποίησαν την πολυπλοκότητα που παρουσιάζει η λειτουργία του εγκεφάλου – οι απαντήσεις που έδιναν μέχρι τότε τόσο οι υλιστικές όσο και οι δυϊστικές φιλοσοφικές θεωρίες αποδείχθηκαν προβληματικές.
Πολλαπλά προσχέδια
Ο Τσέχος ψυχολόγος Max Wertheimer έκανε το 1912 ένα σημαντικό πείραμα. Οι συμμετέχοντες σε αυτό έβλεπαν δύο εικόνες που εναλλάσσονταν πολύ γρήγορα, από τις οποίες η μία είχε έναν μπλε κύκλο στην πάνω αριστερή γωνία και η άλλη έναν κόκκινο κύκλο στην κάτω δεξιά γωνία. Αποδείχθηκε ότι οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονταν τις δύο εικόνες ως μία εικόνα, στην οποία ο κύκλος κινούνταν διαρκώς από τη μία γωνία στην άλλη και στο μέσον άλλαζε χρώμα από μπλε σε κόκκινο.
H δεύτερη εικόνα επηρέαζε, λοιπόν, την αντίληψη των παρατηρητών για την πρώτη εικόνα, με αποτέλεσμα η αλλαγή του χρώματος να γίνεται αντιληπτή πριν ακόμη οι συμμετέχοντες αποκτήσουν συνείδηση της δεύτερης εικόνας. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως «φαινόμενο phi», οφείλεται σε μια διεργασία του εγκεφάλου η οποία συμπληρώνει το χρονικό και χωρικό χάσμα μεταξύ των εικόνων και μας δίνει έτσι την αίσθηση της κίνησης. Τα κινούμενα σχέδια είναι ένα κλασικό παράδειγμα του πώς λειτουργεί αυτό το φαινόμενο.
Ερμηνεύοντας αυτό το πείραμα, ο Αμερικανός φιλόσοφος και καθηγητής γνωσιολογίας Daniel Dennett κατέληξε, μερικές δεκαετίες αργότερα, στο συμπέρασμα ότι η συνείδηση δεν αντιλαμβάνεται τα γεγονότα με χρονολογική σειρά. Αν η συνείδηση εδραζόταν σε συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, τα νευρικά ερεθίσματα από το μάτι θα έπρεπε να φτάνουν στον εγκέφαλο με τη σειρά με την οποία προκλήθηκαν και οι εθελοντές σε δύο ανεξάρτητα πειράματα θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο κύκλος ήταν πρώτα μπλε και μετά κόκκινος. Γι’ αυτό, ο Αμερικανός φιλόσοφος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνείδηση δεν εδράζεται σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στη συνεργασία πολλών εγκεφαλικών περιοχών.
Στο μεταξύ, οι νευρολόγοι έχουν διαπιστώσει ότι ασθένειες και ατυχήματα που προκαλούν βλάβες στον εγκέφαλο ατόμων οδηγούν σχεδόν πάντα σε αλλαγές της προσωπικότητας τους. Και αυτό ενισχύει ακόμη περισσότερο την άποψη ότι η συνείδηση δε συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου.
O Dennett προσπάθησε το 1991 να «θάψει» μια για πάντα το δυϊσμό του Καρτέσιου, που, κατά τη γνώμη του, είχε ασκήσει μια υπερβολική επίδραση στις υπάρχουσες θεωρίες για τη συνείδηση. Παρουσίασε τη δική του θεωρία, το λεγόμενο «μοντέλο πολλαπλών προσχεδίων» – «multiple drafts model». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάθε αισθητήριο ερέθισμα είτε εξετάζεται από τον εγκέφαλο μεμονωμένα είτε συνδυάζεται με ένα άλλο ερέθισμα που είχε προσληφθεί νωρίτερα, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό από τη συνείδηση, οπότε τα δύο ερεθίσματα συγχωνεύονται και παράγουν μια ενιαία συνειδητή εμπειρία. Όπως υποδηλώνει η ονομασία της θεωρίας, αντιλαμβανόμαστε τον εξωτερικό κόσμο σε μικρά, μεμονωμένα «κομμάτια», που θυμίζουν βιαστικά προσχέδια. Όπως από αυτά μπορεί να προκύψει μέχρι και ένα μυθιστόρημα, έτσι και τα διάφορα αισθητήρια ερεθίσματα συγκεντρώνονται, ενοποιούνται και σχηματίζουν μια γενική, συνειδητή εμπειρία.
H συνείδηση δεν εμφανίζεται αμέσως μόλις αντιληφθούμε κάτι. θα πρέπει, αντίθετα, να την αντιμετωπίζουμε ως αποτέλεσμα μιας συνεχούς επεξεργασίας ενός αδιάκοπου ρεύματος πληροφοριών. Και, επιπλέον, όλα τα ερεθίσματα δεν καταλήγουν στη συνείδηση μας.
Τα ζώα έχουν συνείδηση;
Σε αυτό το μοντέλο των πολλαπλών προσχεδίων δεν έχει νόημα να μιλάμε για συνείδηση παρά μόνο στο βαθμό που αυτή επηρεάζει τις πράξεις μας. Από την άλλη, η θεωρία του Dennett δίνει τη δυνατότητα διαφοροποίησης της έννοιας της συνείδησης, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη συνείδησης ακόμη και στα ζώα και τις μηχανές.
H θεωρία του Αμερικανού φιλοσόφου δε δίνει συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα πού εδρεύει η συνείδηση. Πολλοί νευρολόγοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν την κεντρική ιδέα του Dennett, ότι η συνείδηση έχει φυσική μορφή και συνδέεται με περισσότερες από μία περιοχές του εγκεφάλου.
0 Βρετανός μοριακός βιολόγος και νευροβιολόγος Francis Crick, βραβευμένος με Νόμπελ το 1962 για τις ανακαλύψεις του πάνω στη δομή του DNA, προσπάθησε να εντοπίσει την έδρα της συνείδησης. Πέθανε το 2004, πριν ολοκληρώσει την έρευνα του, όμως ο συνάδελφος του Christof Koch συνέχισε το έργο του και δημοσίευσε το 2005 τη θεωρία τους.
Το παράδειγμα του ρόδου
Οι Francis Crick και Christof Koch θεώρησαν ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι οι συνειδητές εντυπώσεις από ένα αντικείμενο ενσωματώνονται σχεδόν πάντα σε μια συγκεκριμένη εμπειρία. H όψη, το χρώμα και η μυρωδιά του ρόδου συνδέονται με τη συναισθηματική μας εικόνα για το ρόδο ως σύμβολο της αγάπης. Ξέρουμε ότι η επεξεργασία των διαφόρων αισθητηριακών ερεθισμάτων και των συναισθημάτων λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά κέντρα του εγκεφάλου, γι’ αυτό και πρέπει να συνεργαστούν πολλά τμήματα του εγκεφάλου για να έχουμε μια ολοκληρωμένη συνειδητή εμπειρία του ρόδου.
Οι δύο ερευνητές άρχισαν να μελετούν την ανατομία του εγκεφάλου προκειμένου να ανακαλύψουν τη δομή που είναι αρμόδια γι’ αυτή τη λειτουργία συντονισμού. Οι έρευνες τους οδήγησαν οε μια περιοχή φαιάς ουσίας κάτω από το κεντρικό τμήμα του φλοιού των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Το εν λόγω στρώμα νευρώνων, που το πάχος τους δεν ξεπερνά το ένα χιλιοστό, λέγεται ταινιοειδής πυρήνας (Claustrum) ή προ-τείχισμα. Το βρίσκουμε σε όλα τα θηλαστικά, αλλά η λειτουργία του παραμένει ανεξακρίβωτη. Οι δύο ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι νευρώνες αυτού του πυρήνα συνδέονται με όλα σχεδόν τα τμήματα του φλοιού, όπου εδρεύουν οι ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως η γλώσσα, η λήψη αποφάσεων και οι αισθήσεις. Οι συνδέσεις είναι αμφίδρομες: οι νευρώνες του ταινιοειδούς πυρήνα δέχονται αλλά και αποστέλλουν πληροφορίες στο φλοιό του εγκεφάλου. Επιπλέον, επικοινωνούν με το βαθύτερο τμήμα του εγκεφάλου, απ’ όπου προέρχονται τα βασικά συναισθήματα.

Με άλλα λόγια, ο ταινιοειδής πυρήνας μοιάζει με έναν κεντρικό διακόπτη, που συνδέει μεγάλες περιοχές του εγκεφάλου. H θεωρία αυτή δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Ερευνητές έχουν προτείνει διάφορα πειράματα για να διαπιστωθεί αν ο πυρήνας αυτός παίζει κάποιο ρόλο στη συνείδηση μας. Σε ένα από αυτά τα πειράματα, προβλέπεται να τοποθετηθούν ηλεκτρόδια στον ταινιοειδή πυρήνα και να ενεργοποιηθούν τα εγκεφαλικά κύτταρα αυτού του λεπτού στρώματος με ρεύμα χαμηλής τάσης. Αν οι επιστήμονες καταφέρουν δι’ αυτού του τρόπου να προκαλέσουν σκέψεις, εντυπώσεις ή συναισθήματα στη συνείδηση του εθελοντή, η θεωρία των Crick και Koch θα αποδειχθεί σωστή.
H ανθρώπινη συνείδηση εξακολουθεί να απασχολεί φιλοσόφους, νευροφυσιολόγους και άλλους επιστήμονες. Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες σχετικά με το τι είναι η συνείδηση, πώς δημιουργείται και πού εδρεύει, αλλά οι συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες γνώσεις μας σε αυτό τον τομέα παραμένουν φτωχές, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να εξηγηθεί πώς γίνεται απλά οπτικά ερεθίσματα να ταξιδεύουν στον εγκέφαλο για να καταλήξουν, π.χ., στην απόλαυση που μας χαρίζει το αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Αναζητώντας το μυστικό της συνείδησης εδώ και 2.000 χρόνια
Για αιώνες το μυστήριο της ανθρώπινης συνείδησης απασχολούσε κυρίως τους φιλοσόφους. Αργότερα προστέθηκαν οι ψυχολόγοι και οι νευροφυσιολόγοι.
60πΧ: Ο Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρων ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε την έννοια conscientis (= συνείδηση). O Κικέρων εννοούσε κατά βάση την ηθική συνείδηση, ένα σύστημα αξιών.
400 μ.Χ. : Ο επίσκοπος Αυγουστίνος διακρίνει το υλικό σώμα από την άυλη ψυχή.
1250: Ο Ιταλός φιλόσοφος και θεολόγος Θωμάς Ακινάτης υποστηρίζει ότι ακόμη και τα
μικρά παιδιά έχουν συνείδηση του «είναι». Διαχωρίζει την αισθητηριακή αντίληψη από την
επίγνωση ότι έχουμε αντιληφθεί κάτι.
1640: Με τη φράση «Σκέπτομαι άρα υπάρχω», ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Καρτέσιος (Rene Descartes) εισάγει μια δυϊστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο υλικός εγκέφαλος αντιλαμβάνεται ό,τι η άυλη ψυχή συνειδητοποιεί. Κατά τον Καρτέσιο, η ψυχή εδρεύει στην επίφυση.
1690: Ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη λέξη «συνείδηση» με τη σημερινή της έννοια. Υποστηρίζει ότι το εγώ διαμορφώνεται από την ίδια τη ζωή, από τις εντυπώσει και τις εμπειρίες μας.
Γύρω στο 1700: Ο μαθηματικός και φιλόσοφος Gottfried Wilhelm Leibniz υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλος που αντιλαμβάνεται και η ψυχή που συνειδητοποιεί είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αναφέρει σαν παράδειγμα μια ψείρα, που, αν γύριζε μέσα στο κεφάλι μας, δε θα έβρισκε ούτε μια σκέψη ή ιδέα.
1960: Ο Αμερικανός νευροβιολόγος Roger Walcott Sperry ανακαλύπτει ότι, αν η σύνδεση μεταξύ δεξιού και αριστερού ημισφαιρίου στον εγκέφαλο καταστραφεί, η συνείδηση του ατόμου χωρίζεται σε δύο ανεξάρτητα μέρη, που το καθένα μπορεί να έχει τις δικές του σκέψεις.
1980: Ο υλιστής Αμερικανόε φιλόσοφος Daniel Dennett υποστηρίζει ότι η συνείδηση και όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα προέρχονται από βιοχημικές διεργασία του εγκεφάλου.
1990:Ο ρωσικής καταγωγής νευρολόγος Mikhail Lebedev αποδεικνύει ότι άτομα στα οποία έχει ερεθιστεί ένα μικρό εγκεφαλικό κέντρο στο μετωπιαίο λοβό βιώνουν οπτικές ψευδαισθήσεις, που δεν έχουν σχέση με τα πραγματικά οπτικά ερεθίσματα.
2004: Ο Francis Crick, που ανακάλυψε τη διπλή έλικα του DNA, υποστηρίζει ότι η συνείδηση συνδέεται με ένα λεπτό στρώμα φαιάς ουσίας – πάχους μικρότερου του ενός χιλιοστού – , το λεγόμενο ταινιοειδή πυρήνα, που έχει επαφή με όλα σχεδόν τα κέντρα του εγκεφάλου, με νευρώνες και στα δύο ημισφαίρια. Πρόκειται για τον ταινιοειδή πυρήνα, που συνδέεται αφ’ ενός με το μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφαλικού φλοιού, όπου εντοπίζονται οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες, και αφ’ ετέρου με τα βαθύτερα τμήματα του εγκεφάλου, όπου έχουν την προέλευση τους τα συναισθήματα.
Πηγή: scienceillustrated, συγγραφέας Gorm Palmgren, ερευνητής Βιοτεχνολογίας στο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο της Δανίας και στο Ινστιτούτο Max Planck

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Les Métamorphoses du vampire


La femme cependant, de sa bouche de fraise,
En se tordant ainsi qu’un serpent sur la braise,
Et pétrissant ses seins sur le fer de son busc,
Laissait couler ces mots tout imprégnés de musc:

— «Moi, j’ai la lèvre humide, et je sais la science
De perdre au fond d’un lit l’antique conscience.
Je sèche tous les pleurs sur mes seins triomphants,
Et fais rire les vieux du rire des enfants.

Je remplace, pour qui me voit nue et sans voiles,
La lune, le soleil, le ciel et les étoiles!
Je suis, mon cher savant, si docte aux voluptés,
Lorsque j’étouffe un homme en mes bras redoutés,

Ou lorsque j’abandonne aux morsures mon buste,
Timide et libertine, et fragile et robuste,
Que sur ces matelas qui se pâment d’émoi,
Les anges impuissants se damneraient pour moi!»

Quand elle eut de mes os sucé toute la moelle,
Et que languissamment je me tournai vers elle
Pour lui rendre un baiser d’amour, je ne vis plus
Qu’une outre aux flancs gluants, toute pleine de pus!

Je fermai les deux yeux, dans ma froide épouvante,
Et quand je les rouvris à la clarté vivante,
À mes côtés, au lieu du mannequin puissant
Qui semblait avoir fait provision de sang,

Tremblaient confusément des débris de squelette,
Qui d’eux-mêmes rendaient le cri d’une girouette
Ou d’une enseigne, au bout d’une tringle de fer,
Que balance le vent pendant les nuits d’hiver.



translation

The Vampire’s Metamorphoses
Charles Baudelaire (translation: William Aggeler

The woman meanwhile, twisting like a snake
On hot coals and kneading her breasts against the steel
Of her corset, from her mouth red as strawberries
Let flow these words impregnated with musk:

— "I, I have moist lips, and I know the art
Of losing old Conscience in the depths of a bed.
I dry all tears on my triumphant breasts
And make old men laugh with the laughter of children.

I replace, for him who sees me nude, without veils,
The moon, the sun, the stars and the heavens!
I am, my dear scholar, so learned in pleasure
That when I smother a man in my fearful arms,

Or when, timid and licentious, frail and robust,
I yield my bosom to biting kisses
On those two soft cushions which swoon with emotion,
The powerless angels would damn themselves for me!"

When she had sucked out all the marrow from my bones
And I languidly turned toward her
To give back an amorous kiss, I saw no more
Than a wine-skin with gluey sides, all full of pus!

Frozen with terror, I closed both my eyes,
And when I opened them to the bright light,
At my side, instead of the robust manikin
Who seemed to have laid in a store of blood,

There quivered confusedly a heap of old bones,
Which of themselves gave forth the cry of a weather-cock
Or of a sign on the end of an iron rod
That the wind swings to and fro on a winter night

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Η ελεγεία του έρωτα...


Αφησε λεύτερα τα χέρια μου και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!


Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!Και συ είσαι εδώ,
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!

Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη
-όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,για να σε δεχτώ!

(Pablo Neruda)

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Μια ξάστερη νύχτα


Πήγαμε σπίτι σιωπηλοί .Ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο , χωρίς να ανταλλαξουμε κουβέντα .Σταμάτησε μπροστά μου ,με κοίταξε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά στην ζωή του .
-Αν δεν έχεις αντίρρηση , προτιμώ να καθήσουμε στο μπαλκονάκι.
Κι αν είχα αντίρρηση , θα ήταν μάταιη. Εκείνος προχώρησε στο μπαλκονάκι , έσυρε μια από τις δυο σιδερένιες πολυθρώνες προς την γωνία που τον βόλευε και κάθισε. Τον ακολούθησα .
Η νύχτα έδειχνε να έχει πιάσει για καλά τα πόστα της Αθήνας . Ήταν βραδιά υγρή αλλά ξάστερη . Μπορούσες να βλέπεις καθαρά το στερέωμα , όσο σου επέτρεπαν οι δυο αντικρινές πολυκατοικίες , που ευτυχώς είχαν ένα αρκετά μεγάλο άνοιγμα μεταξύ τους . Μικρές ομάδες υδρατμών πέρναγαν πότε πότε πάνω από την πόλη , κάνοντας τα αστέρια να φαίνονται προς στιγμήν περισσότερο απόμακρα , για να ξαναεμφανιστούν φωτεινότερα , δημιουργώντας σου ένα αίσθημα ανακούφισης ότι δεν εξαφανίστηκαν για πάντα …
- Πως αισθάνεσαι που τα αστέρια χάνονται και ξαναεμφανίζονται ;
-Πώς να μου φανεί ; αντιρώτησα αιφνιδιασμένος από την ξαφνική παρατήρηση του.
-Δεν σου δίνει μια αίσθηση ελπίδας ; Μια αίσθηση ότι δεν θα χαθούν για πάντα ;
-Μου δίνει , απάντησα συγκαταβατικά.
- Φαντάσου ένα αστέρι να σβήσει και να μην ξαναφανεί …
-Δε θα μ’ άρεσε , απάντησα αυθόρμητα .
-Βλέπεις ; Θέλεις να ελπίζεις στην αναγέννηση …
-Ίσως…
Μεσολάβησε σιωπή . Μια σιωπή βαριά – που την έκανε βαρύτερη το υνόπνευμα που είχαμε καταναλώσει – από τις σκέψεις , το φόβο και το άγνωστο , που έδειχνε ότι αντιμετωπίζαμε και οι δύο …
Το οινόπνευμα είχε αρχίσει να αποσυντίθεται στα ‘έξ ᾧν συνετέθη’. Εξατμιζόταν ο ‘οἶνος’ και απόμενε το ‘πνεῡμα’ στο κεφάλι , βαρύ σαν κατακάθι μούργας σε στραγγισμένο κρασοβάρελο…
Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις που σε ρίχνουν σε ένα κενό . Δεν είναι όμως ακριβής αυτός ο χαρακτηρισμός . Απλώς τον συνηθίζουμε , για να μην χρησιμοποιούμε άλλες λέξεις εννοιολογικά αυστηρές. Τέτοιες καταστάσεις σε κατακυριεύουν ύστερα από έντονες συγκινήσεις ή στην διάρκεια ολόψυχων και αφοσιωμένων προσκυνημάτων , που πιστεύεις ότι σε βγάζουν από το φθαρτό και ότι σε ανεβάζουν στο άφθαρτο…
Το αγόρι έδειχνε να απολαμβάνει τη νύχτα . Όμως , αν τον παρατηρούσε κάποιος προσεχτικότερα , όπως έκανα εγώ θα ’βλεπε μια τρομακτικά διεισδυτική ματιά να διαπερνά τον ουράνιο θόλο , σαν να ήθελε να ανυψωθεί , να ρουφήξει τους αιθέριους χυμούς της απόλυτης Γνώσης …
Ξαφνικά το αγόρι διέκοψε τη σιωπή του με ένα παραλήρημα. Ένα μονόλογο που υποπτευόμουν –ήμουν βέβαιη , μάλλον – ότι έβγαινε από τον εσωτερισμό του.Θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ εκείνα που είπε ο φίλος μου σ’ αυτήν την κατάσταση , μια κατάσταση υπνωτισμού , όπως θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω αβασάνιστα εκείνες τις ώρες .Γράφω όπως μου’ ρχονται στην μνήμη ,γι’ αυτό ίσως φανούν στον αναγνώστη αποσπασματικά .Δεν θυμάμαι …
-Ερχόμαστε σε έναν κόσμο , άρχισε να λέει , υλικής ακαταστασίας , με ‘ πλίνθους και κέραμους ᾀτάκτως ἐρριμμένους ’. Σ’ έναν κόσμο όπου επικρατεί η αυτόνομη δομή της ελευθερίας , της αναρχίας και της αταξίας , προσπαθώντας εμείς οι πεπερασμένοι αριθμοί να δώσουμε δομή και λογική .Προσπαθούμε να καταγράψουμε την κατάσταση ενός κόσμου στον οποίο εκπέσαμε . Σ’ αυτό τον κόσμο που είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε , ότι κι αν κάνουμε , ότι κι αν μηχανευτούμε. Όλες οι προσπάθειες εξόδου μας από αυτόν , με την παρούσα φύση μας , είναι καταδικασμένες και μάταιες . Απλώς , οι προσπάθειες μας αυτές μας κάνουν να καταλαβαίνουμε το αδύνατο της εξόδου μας .
Παλαιότερα ενθουσιαζόμουν όταν κατόρθωνα να απορρίπτω μία πρόσκληση . Και είχα την ματαιοδοξία να πιστεύω ότι είμαι δυνατός . Πολύ δυνατός . Απέρριπτα που μου προσέφεραν και δεν καταλάβαινα τον εγωισμό μου . Τον υπέρμετρο εγωισμό να πιστεύεις ότι έτσι σπάζεις τα αν8ρώπινα δεσμά που σου επέβαλε το θείο και ανυψώνεται προς Εκείνον. Δεν αντιλαμβανόμουν ο ανόητος , ότι γινόμουν υπηρέτης της αλαζονείας μου . Πώς να γίνω δεκτός από Εκείνον , εγώ , ο ένοχος της απόρριψης ενός δώρου Του, μια προσφορά Του ;
Το αγόρι σταμάτησε να μιλάει . Πήρε μια βαθιά αναπνοή . Είχε το πρόσωπο του στραμμένο προς το στερέωμα . Δεν μπορούσα να πιάσω την έκφραση του προσώπου του ,και κυρίως των ματιών του , για να καταλάβω σε πια κατάσταση βρισκόταν . Μου έδινε την εντύπωση ότι , έτσι όπως ήταν στραμμένος προς τα πάνω , προς τα άστρα του γαλαξία μας , έπινε από του ουράνιους κρούνους του θείου .
-Αυτό το αχανές διάστημα που εκτίθεται μπροστά μας , συνέχισε μετά από λίγο , νομίζεις ότι θα μπορούσαμε ποτέ να το γνωρίσουμε με τις ανθρώπινες δυνάμεις μας ; Και μπορείς ποτέ να πιστέψεις ότι όλη αυτή η απεραντοσύνη μπορεί να είναι κενή , όταν σε ένα κόκκο άμμου όπως είναι η γη μας , κατοικούν εκατομμύρια ψυχές ; Είμαστε σε μια στενή κοιλάδα , για να κατανοήσουμε μια απέραντη πεδιάδα …
Αναζητούμε την αλήθεια .Αλλά ποια αλήθεια ; Πώς μπορούμε να συλλάβουμε εμείς την αλήθεια , αφού δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ; Ότι δημιουργούμε είναι ατελές και ανολοκλήρωτο.
Δεν έχουμε καταλάβει ότι κατασκευάζουμε μια σιδηροδρομική γραμμή χωρίς αφετηρία και χωρίς καταληκτικό σταθμό και ότι κινούμαστε πάνω σε δυο σιδηροτροχιές ενός ιδεατού σιδηρόδρομου που είναι καταδικασμένες να μην συναντηθούν ποτέ . Γιατί αλίμονο αν συναντηθούν … Έτσι , απλώς την κατασκευάζουμε , αποδεικνύοντας τη ματαιοδοξία μας όπως και οι πρόγονοι μας τον πύργο της Βαβέλ…
Είχα απορροφηθεί από τις σκέψεις του.
-Η ύλη , είπε μετά από λιγόστιγμη σιωπή , είναι μια από τις εκφράσεις της Δύναμης .Μια έκφραση της ύλης είναι η ζωή. Και μια έκφραση της ζωής είναι ο έρωτας .
Το αγόρι εδώ αναστέναξε . Ήταν ένας αναστεναγμός που έδειχνε να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του .
Υπάρχουν κι άλλες , πολλές εκφράσεις της Δύναμης που δεν μπορούμε να τις αντιληφθούμε και να τις κατανοήσουμε . Εκείνο όμως που θέλω να πω είναι ότι έχω μεγάλες αμφιβολίες αν η Δύναμη αυτή έχει ανάγκη από ικεσίες , γονυκλισίες και θεατρινίστικες εκδηλώσεις κακομοιριάς και ανημποριάς , όπως μας έμαθαν από μικρούς να κάνουμε…
Τη Δύναμη αυτή ο άνθρωπος την ονόμασε Θεό .Ο Θεός είναι Άπειρος , χωρίς αρχή και χωρίς πέρας , χωρίς χρόνο και χώρο, αντίθετα με το δημιούργημα Του .Αυτή είναι η καταδίκη και ο δεσμός του με το Δημιουργό του .Παίρνει απ’ Αυτόν και συγχρόνως Του δίνει. Παίρνει και δίνει . Μέχρι το τέλος ... έχεις διαβάσει τα ‘αεροπαγίτικα ’ ;
Δεν πρόλαβα να απαντήσω αρνητικά, είχε δεδομένο ότι δεν τα είχα διαβάσει …
-Το πρόβλημα της γνώσης του θεού απασχολούσε πάντα την ανθρωπότητα , είπε .Υπάρχει λοιπόν ένα αξιόλογο σύγγραμμα , το Περί μυστικής θεολογίας .Τα περιεχόμενα του αποκλήθηκαν ‘αεροπαγίτικα’. Λοιπόν , αυτό το σύγγραμμα που είναι το ευαγγέλιο της αποφατικής θεολογίας , σε αντίθεση με την καταφατική , στην οποία αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες στο θεό , <<καλός , αγαθός, άγιος , πανάγαθος , παντοκράτωρ>> και άλλα παρόμοια αναφέρει μετάξι άλλων :
(Η των πάντων Αιτία , που όλα τα υπερβαίνει , ούτε ουσία είναι , ούτε χωρίς ζωή είναι , ούτε χωρίς λόγο , ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι , ούτε σχήμα έχει ή μορφή ,ούτε βρίσκεται σε ορισμένο τόπο , ούτε βλέπεται , ούτε συγχύζεται, ούτε ταράζεται , ούτε ενοχλείται , ούτε υποκύπτει σε αδυναμίες των αισθήσεων ή των υλικών απολαύσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως , ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση , ούτε τίποτα από όσα παθαίνουν τα αισθητά , ούτε είναι τίποτα από αυτά… Ούτε ψυχή είναι , ούτε νους ούτε λέγεται ούτε νοείται , ούτε αριθμός ή τάξη ή μέγεθος , ή ισότητα ή ανισότητα , η ομοιότητα , ή ανομοιότητα , ούτε με τη γνώση απορεί να έρθει κάποιος σε επαφή μαζί της , ούτε με την επιστήμη… Σ αυτήν ούτε προσθέτουμε ούτε αναιρούμε τίποτα …
Ο Γργηγόριος ο Νανζιανζηνός , συνέχισε το αγόρι ,λέει ότι ο θεός είναι ακατάληπτος για την ανθρώπινη διάνοια ίδιος προσθέτει ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θεία και άφθαρτος εισάγεται έξωθεν στο φθαρτό άνθρωπο και αναχωρεί μετά το θάνατο .Ο θάνατος είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος . Μετά το θάνατο επιστρέφει στο Απόλυτο , απ’ όπου είχε αποσπαστεί…
Στο σημείο αυτό τι αγόρι σταμάτησε να μιλά .Έδειχνε κάτι να σκέφτεται ή να περιμένει …
Αναλογίστηκα για λίγο τις πεποιθήσεις του φίλου μου.
-‘Θεός ’… είπα. Ισως , η ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει….
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό , και άφησα τις σκέψεις μου να ταξιδέψουν στο σκοτάδι….


Σκέφτηκα την πιστή και τον άνθρωπο.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια

Καλλιρρόη Παρρέν - Σιγανού (Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου, 1 Μαϊου 1859 – Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1940). Πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, συγγραφέας και πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος.

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου και σύμφωνα με την θέληση των γονέων της έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Το 1867, ενώ ήταν ακόμα 8 ετών, η αποτυχημένη εξέγερση της Κρήτης κατά των Οθωμανών υποχρέωσε τον πατέρα της Σπυρίδωνα Σιγανό να καταφύγει με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου και έγινε πρόεδρος της «Επιτροπής Κρητών Προσφύγων». Στον Πειραιά, η μικρή Καλλιρόη σπούδασε στην «Σχολή Σουρμελή» και την γαλλική «Σχολή Καλογραιών» και μετά στο περίφημο «Αρσάκειο» της Αθήνας, τότε σχολή παιδαγωγών, από την οποία αποφοίτησε το 1878 με άριστα.

Η «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ»
Ανέλαβε το 1879 την διεύθυνση του «Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού» στην Ρωσία και μετά από 5 χρόνια τοποθετήθηκε ως διευθύντρια του «Ζαππείου Παρθεναγωγείου» της Αδριανουπόλεως. Το 1886 εγκατέλειψε την διδασκαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου και παντρεύτηκε τον αγγλογάλλο δημοσιογράφο Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του «Αθηναϊκού Πρακτορείου».

Με ενθάρρυνση και ηθική στήριξη από τον σύζυγό της, στράφηκε στην δημοσιογραφία και στις 9 Μαρτίου 1887 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της περίφημης εβδομαδιαίας «Εφημερίδος των Κυριών», της πρώτης ελληνικής γυναικείας εφημερίδας, γραμμένης αποκλειστικά από γυναίκες συντάκτριες που είχαν αποκτήσει μόρφωση στο εξωτερικό (τα δύο πρώτα φύλλα ωστόσο τα έφτιαξε εντελώς μόνη, υπογράφοντας ως Εύα Πρενάρ).


Το πρώτο εκείνο ηρωϊκό φύλλο διαβάστηκε σχεδόν από τους πάντες (πούλησε 10.000 αντίτυπα σε έναν αθηναϊκό πληθυσμό μόνον 65.000 ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους ήσαν αναλφάβητοι), αλλά κόστιζε στην «βλάσφημη» και «αναρχική» κυρία «Πρενάρ» μία βροχή υβριστικών, ειρωνικών, ακόμη και απειλητικών σχολίων από τους δημοσιογράφους της εποχής: «θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας» διεκήρυσσε ο διευθυντής της εφημερίδας «Επιθεώρησις».

Με την βοήθεια όμως κάποιων λιγοστών υποστηρικτών της, ανάμεσα στους οποίους ήσαν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος, η Καλλιρόη Παρρέν κατόρθωσε να επιβάλει τον διεκδικητικό λόγο της, να αποκαλύψει από το τρίτο φύλλο της εφημερίδας την πραγματική της ταυτότητα και να συγκεντρώσει γύρω της τις λίγες γυναίκες της εποχής που μπορούσαν να αντέξουν το, εξωφρενικό για τα δεδομένα της τότε καθυστερημένης Ελλάδας, όραμα της γυναικείας χειραφέτησης. Η εφημερίδα εκδιδόταν έκτοτε κάθε εβδομάδα επί 31 συνεχή χρόνια και σταμάτησε μόνον όταν το 1918 η εκδότρια εξορίστηκε για περίπου 10 μήνες στην Ύδρα λόγω των πολιτικών της φρονημάτων.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η Καλλιρόη, στην οποία ο Παλαμάς είχε αφιερώσει και ένα ποίημά του («Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα. Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα προς τη μελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα…») εκπροσώπησε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα την Ελλάδα σε διεθνή Συνέδρια Γυναικών στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Σικάγο (1888, 1889, 1893, 1896, 1900).

Πίστευε ότι «το μεγαλείο της Ελλάδος έγκειτο στο μεγαλείο των θυγατέρων της». Προς χάρη των γυναικών λοιπόν, ίδρυσε το 1893 την «Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως της Γυναίκας», καθώς και διάφορα κοινωφελή ιδρύματα για την ανακούφιση των απόρων γυναικών και την βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών: το 1890 ίδρυσε το «Κυριακάτικο Σχολείο», στο οποίο διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή οι εργάτριες και οι υπηρέτριες, το 1895 μαζί με την Ναταλία Σούτσου το «Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης», στο οποίο έβρισκαν προστασία οι ανύπαντρες μητέρες και οι κακοποιημένες εργάτριες, το 1896 το «Άσυλο Ανιάτων Γυναικών», το 1896 την «Μεγάλη Ένωση των Ελληνίδων», το 1898 τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο» μετέπειτα ΠΙΚΠΑ. Το 1895 μάλιστα απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, ζητώντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών.

ΥΓΙΗΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Η Καλλιρόη Παρρέν, αγωνίστηκε κατά της αμάθειας και των προλήψεων, εκφράζοντας έναν υγιή φεμινισμό που ζητούσε ισοτιμία των δύο φύλων και όχι αναστροφή ρόλων. Δεν αμφισβήτησε ποτέ τον οικογενειακό θεσμό. Εκείνο που ζητούσε ήταν η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών και η κατοχύρωση του δικαιώματος να μορφώνονται και να μπορούν μετά να χρησιμοποιήσουν επαγγελματικά την μόρφωσή τους.

Το 1911 ίδρυσε επίσης το «Λύκειο Ελληνίδων», για την πνευματική εξύψωση των Ελληνίδων, το οποίο έγινε εστία έρευνας και διάδοσης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού και το 1912 ίδρυσε το «Πατριωτικό Ίδρυμα». Το 1921 διοργάνωσε το δεύτερο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα (το πρώτο είχε γίνει στην Ακρόπολη, στις 24 Μαΐου 1898, υπό την προεδρία της Καλλιρρόης Κεχαγιά) και έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου στις γυναίκες (που άργησε βέβαια πολύ να χορηγηθεί: δόθηκε το 1930 για δημοτικές μόνον εκλογές και για όσες γυναίκες ήσαν πάνω από 30 ετών και μόλις στις 28 Μαϊου 1952 για εθνικές εκλογές με πλήρες δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι»).

Το κανονικό δικαίωμα ψήφου των γυναικών δεν πρόλαβε να το δει η Καλλιρόη Παρρέν, αφού πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 16 Ιανουαρίου 1940 στην Αθήνα. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο 1ο Νεκροταφείο, όπου πέντε δεκαετίες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1992, έγιναν από τον Δήμο Αθηναίων τα αποκαλυπτήρια μιας προτομής της.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Με τον μακροχρόνιο αγώνα της, η Καλλιρόη Παρρέν ενέπνευσε αυτοπεποίθηση στις γυναίκες της Ελλάδος, αλλά και έκανε του άντρες να μπορούν να δείξουν επιτέλους εμπιστοσύνη στις γυναικείες ικανότητες. Συνέγραψε πολλά άρθρα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία και τα «Η Ιστορία της Γυναικός από κτίσεως κόσμου έως σήμερον» (1889, τρεις τόμοι), «Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν» (1896 - 1897), «Η μάγισσα» (1901), «Το νέον συμβόλαιον» (1902), «Η νέα γυναίκα» (1907, τρίπρακτο θεατρικό δράμα), «Το σχολείον της Ασπασίας» (1908), «Η Χειραφετημένη» (1915), κ.ά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βαρίκα Ε. , «Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833 - 1907», εκδόσεις «Κατάρτι», Αθήνα, 1996

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

A Lover's Complaint by William Shakespeare


FROM off a hill whose concave womb reworded
A plaintful story from a sistering vale,
My spirits to attend this double voice accorded,
And down I laid to list the sad-tuned tale;
Ere long espied a fickle maid full pale,
Tearing of papers, breaking rings a-twain,
Storming her world with sorrow's wind and rain.

Upon her head a platted hive of straw,
Which fortified her visage from the sun,
Whereon the thought might think sometime it saw
The carcass of beauty spent and done:
Time had not scythed all that youth begun,
Nor youth all quit; but, spite of heaven's fell rage,
Some beauty peep'd through lattice of sear'd age.

Oft did she heave her napkin to her eyne,
Which on it had conceited characters,
Laundering the silken figures in the brine
That season'd woe had pelleted in tears,
And often reading what contents it bears;
As often shrieking undistinguish'd woe,
In clamours of all size, both high and low.

Sometimes her levell'd eyes their carriage ride,
As they did battery to the spheres intend;
Sometime diverted their poor balls are tied
To the orbed earth; sometimes they do extend
Their view right on; anon their gazes lend
To every place at once, and, nowhere fix'd,
The mind and sight distractedly commix'd.

Her hair, nor loose nor tied in formal plat,
Proclaim'd in her a careless hand of pride
For some, untuck'd, descended her sheaved hat,
Hanging her pale and pined cheek beside;
Some in her threaden fillet still did bide,
And true to bondage would not break from thence,
Though slackly braided in loose negligence.

A thousand favours from a maund she drew
Of amber, crystal, and of beaded jet,
Which one by one she in a river threw,
Upon whose weeping margent she was set;
Like usury, applying wet to wet,
Or monarch's hands that let not bounty fall
Where want cries some, but where excess begs all.

Of folded schedules had she many a one,
Which she perused, sigh'd, tore, and gave the flood;
Crack'd many a ring of posied gold and bone
Bidding them find their sepulchres in mud;
Found yet moe letters sadly penn'd in blood,
With sleided silk feat and affectedly
Enswathed, and seal'd to curious secrecy.

These often bathed she in her fluxive eyes,
And often kiss'd, and often 'gan to tear:
Cried 'O false blood, thou register of lies,
What unapproved witness dost thou bear!
Ink would have seem'd more black and damned here!'
This said, in top of rage the lines she rents,
Big discontent so breaking their contents.

A reverend man that grazed his cattle nigh--
Sometime a blusterer, that the ruffle knew
Of court, of city, and had let go by
The swiftest hours, observed as they flew--
Towards this afflicted fancy fastly drew,
And, privileged by age, desires to know
In brief the grounds and motives of her woe.

So slides he down upon his grained bat,
And comely-distant sits he by her side;
When he again desires her, being sat,
Her grievance with his hearing to divide:
If that from him there may be aught applied
Which may her suffering ecstasy assuage,
'Tis promised in the charity of age.

'Father,' she says, 'though in me you behold
The injury of many a blasting hour,
Let it not tell your judgment I am old;
Not age, but sorrow, over me hath power:
I might as yet have been a spreading flower,
Fresh to myself, If I had self-applied
Love to myself and to no love beside.

'But, woe is me! too early I attended
A youthful suit--it was to gain my grace--
Of one by nature's outwards so commended,
That maidens' eyes stuck over all his face:
Love lack'd a dwelling, and made him her place;
And when in his fair parts she did abide,
She was new lodged and newly deified.

'His browny locks did hang in crooked curls;
And every light occasion of the wind
Upon his lips their silken parcels hurls.
What's sweet to do, to do will aptly find:
Each eye that saw him did enchant the mind,
For on his visage was in little drawn
What largeness thinks in Paradise was sawn.

'Small show of man was yet upon his chin;
His phoenix down began but to appear
Like unshorn velvet on that termless skin
Whose bare out-bragg'd the web it seem'd to wear:
Yet show'd his visage by that cost more dear;
And nice affections wavering stood in doubt
If best were as it was, or best without.

'His qualities were beauteous as his form,
For maiden-tongued he was, and thereof free;
Yet, if men moved him, was he such a storm
As oft 'twixt May and April is to see,
When winds breathe sweet, untidy though they be.
His rudeness so with his authorized youth
Did livery falseness in a pride of truth.

'Well could he ride, and often men would say
'That horse his mettle from his rider takes:
Proud of subjection, noble by the sway,
What rounds, what bounds, what course, what stop
he makes!'
And controversy hence a question takes,
Whether the horse by him became his deed,
Or he his manage by the well-doing steed.

'But quickly on this side the verdict went:
His real habitude gave life and grace
To appertainings and to ornament,
Accomplish'd in himself, not in his case:
All aids, themselves made fairer by their place,
Came for additions; yet their purposed trim
Pieced not his grace, but were all graced by him.

'So on the tip of his subduing tongue
All kinds of arguments and question deep,
All replication prompt, and reason strong,
For his advantage still did wake and sleep:
To make the weeper laugh, the laugher weep,
He had the dialect and different skill,
Catching all passions in his craft of will:

'That he did in the general bosom reign
Of young, of old; and sexes both enchanted,
To dwell with him in thoughts, or to remain
In personal duty, following where he haunted:
Consents bewitch'd, ere he desire, have granted;
And dialogued for him what he would say,
Ask'd their own wills, and made their wills obey.

'Many there were that did his picture get,
To serve their eyes, and in it put their mind;
Like fools that in th' imagination set
The goodly objects which abroad they find
Of lands and mansions, theirs in thought assign'd;
And labouring in moe pleasures to bestow them
Than the true gouty landlord which doth owe them:

'So many have, that never touch'd his hand,
Sweetly supposed them mistress of his heart.
My woeful self, that did in freedom stand,
And was my own fee-simple, not in part,
What with his art in youth, and youth in art,
Threw my affections in his charmed power,
Reserved the stalk and gave him all my flower.

'Yet did I not, as some my equals did,
Demand of him, nor being desired yielded;
Finding myself in honour so forbid,
With safest distance I mine honour shielded:
Experience for me many bulwarks builded
Of proofs new-bleeding, which remain'd the foil
Of this false jewel, and his amorous spoil.

'But, ah, who ever shunn'd by precedent
The destined ill she must herself assay?
Or forced examples, 'gainst her own content,
To put the by-past perils in her way?
Counsel may stop awhile what will not stay;
For when we rage, advice is often seen
By blunting us to make our wits more keen.

'Nor gives it satisfaction to our blood,
That we must curb it upon others' proof;
To be forbod the sweets that seem so good,
For fear of harms that preach in our behoof.
O appetite, from judgment stand aloof!
The one a palate hath that needs will taste,
Though Reason weep, and cry, 'It is thy last.'

'For further I could say 'This man's untrue,'
And knew the patterns of his foul beguiling;
Heard where his plants in others' orchards grew,
Saw how deceits were gilded in his smiling;
Knew vows were ever brokers to defiling;
Thought characters and words merely but art,
And bastards of his foul adulterate heart.

'And long upon these terms I held my city,
Till thus he gan besiege me: 'Gentle maid,
Have of my suffering youth some feeling pity,
And be not of my holy vows afraid:
That's to ye sworn to none was ever said;
For feasts of love I have been call'd unto,
Till now did ne'er invite, nor never woo.

''All my offences that abroad you see
Are errors of the blood, none of the mind;
Love made them not: with acture they may be,
Where neither party is nor true nor kind:
They sought their shame that so their shame did find;
And so much less of shame in me remains,
By how much of me their reproach contains.

''Among the many that mine eyes have seen,
Not one whose flame my heart so much as warm'd,
Or my affection put to the smallest teen,
Or any of my leisures ever charm'd:
Harm have I done to them, but ne'er was harm'd;
Kept hearts in liveries, but mine own was free,
And reign'd, commanding in his monarchy.

''Look here, what tributes wounded fancies sent me,
Of paled pearls and rubies red as blood;
Figuring that they their passions likewise lent me
Of grief and blushes, aptly understood
In bloodless white and the encrimson'd mood;
Effects of terror and dear modesty,
Encamp'd in hearts, but fighting outwardly.

''And, lo, behold these talents of their hair,
With twisted metal amorously impleach'd,
I have received from many a several fair,
Their kind acceptance weepingly beseech'd,
With the annexions of fair gems enrich'd,
And deep-brain'd sonnets that did amplify
Each stone's dear nature, worth, and quality.

''The diamond,--why, 'twas beautiful and hard,
Whereto his invised properties did tend;
The deep-green emerald, in whose fresh regard
Weak sights their sickly radiance do amend;
The heaven-hued sapphire and the opal blend
With objects manifold: each several stone,
With wit well blazon'd, smiled or made some moan.

''Lo, all these trophies of affections hot,
Of pensived and subdued desires the tender,
Nature hath charged me that I hoard them not,
But yield them up where I myself must render,
That is, to you, my origin and ender;
For these, of force, must your oblations be,
Since I their altar, you enpatron me.

''O, then, advance of yours that phraseless hand,
Whose white weighs down the airy scale of praise;
Take all these similes to your own command,
Hallow'd with sighs that burning lungs did raise;
What me your minister, for you obeys,
Works under you; and to your audit comes
Their distract parcels in combined sums.

''Lo, this device was sent me from a nun,
Or sister sanctified, of holiest note;
Which late her noble suit in court did shun,
Whose rarest havings made the blossoms dote;
For she was sought by spirits of richest coat,
But kept cold distance, and did thence remove,
To spend her living in eternal love.

''But, O my sweet, what labour is't to leave
The thing we have not, mastering what not strives,
Playing the place which did no form receive,
Playing patient sports in unconstrained gyves?
She that her fame so to herself contrives,
The scars of battle 'scapeth by the flight,
And makes her absence valiant, not her might.

''O, pardon me, in that my boast is true:
The accident which brought me to her eye
Upon the moment did her force subdue,
And now she would the caged cloister fly:
Religious love put out Religion's eye:
Not to be tempted, would she be immured,
And now, to tempt, all liberty procured.

''How mighty then you are, O, hear me tell!
The broken bosoms that to me belong
Have emptied all their fountains in my well,
And mine I pour your ocean all among:
I strong o'er them, and you o'er me being strong,
Must for your victory us all congest,
As compound love to physic your cold breast.

''My parts had power to charm a sacred nun,
Who, disciplined, ay, dieted in grace,
Believed her eyes when they to assail begun,
All vows and consecrations giving place:
O most potential love! vow, bond, nor space,
In thee hath neither sting, knot, nor confine,
For thou art all, and all things else are thine.

''When thou impressest, what are precepts worth
Of stale example? When thou wilt inflame,
How coldly those impediments stand forth
Of wealth, of filial fear, law, kindred, fame!
Love's arms are peace, 'gainst rule, 'gainst sense,
'gainst shame,
And sweetens, in the suffering pangs it bears,
The aloes of all forces, shocks, and fears.

''Now all these hearts that do on mine depend,
Feeling it break, with bleeding groans they pine;
And supplicant their sighs to you extend,
To leave the battery that you make 'gainst mine,
Lending soft audience to my sweet design,
And credent soul to that strong-bonded oath
That shall prefer and undertake my troth.'

'This said, his watery eyes he did dismount,
Whose sights till then were levell'd on my face;
Each cheek a river running from a fount
With brinish current downward flow'd apace:
O, how the channel to the stream gave grace!
Who glazed with crystal gate the glowing roses
That flame through water which their hue encloses.

'O father, what a hell of witchcraft lies
In the small orb of one particular tear!
But with the inundation of the eyes
What rocky heart to water will not wear?
What breast so cold that is not warmed here?
O cleft effect! cold modesty, hot wrath,
Both fire from hence and chill extincture hath.

'For, lo, his passion, but an art of craft,
Even there resolved my reason into tears;
There my white stole of chastity I daff'd,
Shook off my sober guards and civil fears;
Appear to him, as he to me appears,
All melting; though our drops this difference bore,
His poison'd me, and mine did him restore.

'In him a plenitude of subtle matter,
Applied to cautels, all strange forms receives,
Of burning blushes, or of weeping water,
Or swooning paleness; and he takes and leaves,
In either's aptness, as it best deceives,
To blush at speeches rank to weep at woes,
Or to turn white and swoon at tragic shows.

'That not a heart which in his level came
Could 'scape the hail of his all-hurting aim,
Showing fair nature is both kind and tame;
And, veil'd in them, did win whom he would maim:
Against the thing he sought he would exclaim;
When he most burn'd in heart-wish'd luxury,
He preach'd pure maid, and praised cold chastity.

'Thus merely with the garment of a Grace
The naked and concealed fiend he cover'd;
That th' unexperient gave the tempter place,
Which like a cherubin above them hover'd.
Who, young and simple, would not be so lover'd?
Ay me! I fell; and yet do question make
What I should do again for such a sake.

'O, that infected moisture of his eye,
O, that false fire which in his cheek so glow'd,
O, that forced thunder from his heart did fly,
O, that sad breath his spongy lungs bestow'd,
O, all that borrow'd motion seeming owed,
Would yet again betray the fore-betray'd,
And new pervert a reconciled maid!'

Marcel Proust A la recherche du temps perdu(Le Temps Retrouve)

“Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν. Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πηρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου. Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και τού βαπτιστηρίου τού Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυία του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει. Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;

“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους...

“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μούχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;

“Όσο για το εσωτερικό βιβλίο με τα άγνωστα σημεία (σημεία ανάγλυφα, τα οποία η προσοχή μου ερευνώντας το ασυνείδητό μου, επρόκειτο να ερευνήσει, σαν ένας δύτης που ψάχνει) για την ανάγνωση των οποίων κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει με κάποιον κανόνα, αυτή η ανάγνωση συνιστούσε μια πράξη δημιουργίας όπου κανείς δεν μπορεί να μάς υποκαταστήσει, ούτε ακόμα και να συνεργαστεί μαζί μας. Γι αυτό πόσοι δεν αποφεύγουν το γράψιμο! Πόσες υποχρεώσεις δεν αναλαμβάνουν για να αποφύγουν αυτήν! Κάθε γεγονός, είτε είναι η υπόθεση Ντρέυφους είτε ο πόλεμος, είχε προσφέρει νέες δικαιολογίες στους συγγραφείς για να μην αποκρυπτογραφήσουν αυτό το βιβλίο. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο τού Δικαίου, να ξανακάνουν την ηθική ενότητα τού Έθνους, δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τη λογοτεχνία. Αλλά δεν ήταν παρά δικαιολογίες, γιατί δεν είχαν, ή δεν είχαν πια, ιδιοφυία, δηλαδή ένστικτο. Διότι το ένστικτο υποδεικνύει το καθήκον και η ευφυία προσφέρει τις δικαιολογίες για να το αποφεύγουμε. Μόνο που οι δικαιολογίες δεν υπάρχουν στην τέχνη, οι προθέσεις δεν μετράνε...

“Και ίσως να είναι πιο πολύ η ποιότητα τής γλώσσας παρά το είδος τής αισθητικής που μας κάνει και μπορούμε να κρίνουμε τον βαθμό τον οποίο έφτασε η καλλιτεχνική και ηθική δουλειά. Αλλά, και αντιθέτως, αυτή η ποιότητα τής γλώσσας, που οι θεωρητικοί νομίζουν ότι μπορούν να αγνοήσουν, δεν αποδεικνύει, για τους θαυμαστές των θεωρητικών, μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αξία που για να την καταλάβουν έχουν ανάγκη να την δουν να εκφράζεται απευθείας και στην οποία δεν οδηγούνται από την ομορφιά μιας εικόνας. Eξ ου και ο χονδροειδής πειρασμός για τον συγγραφέα να γράφει έργα διανοουμενίστικα. Μεγάλη έλλειψη λεπτότητας. Ένα έργο όπου υπάρχουν θεωρίες είναι σαν ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο ξέχασαν την ετικέτα με την τιμή αγοράς του. Κάνουν λογικές κατασκευές, δηλαδή αλητεύουν, κάθε φορά που δεν έχουν τη δύναμη να πιεστούν να οδηγήσουν μιαν εντύπωση από όλα τα διαδοχικά στάδια που θα καταλήξουν στην αποτύπωση της, στην έκφρασή τους...

“Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας.

Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας. Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...

“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...

“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους...

“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...

“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει...

“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος...

“Αυτός ο συγγραφέας ………………θάπρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους...

“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες...

“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια...

“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα...

“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Γ. Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία''


ΧVI, Ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 237-238.



XVI

Χαρά χαρά.

Δε μας νοιάζει

τι θ' αφήσει το φιλί μας

μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε

το μέγα άσκοπο

που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός

πραγματοποιεί τον εαυτό του

στο φιλί μας.

Περήφανοι εκτελούμε

την εντολή του απείρου.

'Ενα μικρό παράθυρο

βλέπει τον κόσμο.

'Ενα σπουργίτι λέει

τον ουρανό.

Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας

εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε

μες στο γαλάζιο βράδι

την ανάσα της θάλασσας

καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου

που δε μπορεί να χωρέσει

την ευτυχία του.

'Ενα άστρο έπεσε.

Είδες;

Σιωπή.

Κλείσε τα μάτια.

Μικρό βιεννέζικο βαλς

Στη Βιέννη είναι δέκα κορίτσια,
ένας ώμος όπου κλαίει με λυγμούς ο θάνατος
κι ένα δάσος με ταριχευμένα περιστέρια.
Υπάρχει ένα κομμάτι από το αύριο
μες το μουσείο της πάχνης.
Υπάρχει μια αίθουσα με χίλια παράθυρα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς με το στόμα κλεισμένο.

Αυτό το βαλς, το βαλς, το βαλς,
του ναι, του κονιάκ και του θανάτου
που στη θάλασσα βουτάει την ουρά του.

Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ,
με την πολυθρόνα και το νεκρό βιβλίο,
στο μελαγχολικό το διάδρομο,
στη σκοτεινή σοφίτα του κρίνου,
στο κρεβάτι μας της σελήνης
και στο χορό που ονειρεύεται η χελώνα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς το κοψομεσιασμένο.

Στη Βιέννη είναι τέσσερις καθρέφτες
όπου παίζουνε το στόμα σου κι οι ήχοι.
Υπάρχει ένας θάνατος για πιάνο
που βάφει γαλανά τ' αγόρια.
Υπάρχουνε ζητιάνοι πάνω στις σκεπές.
Υπάρχουνε κορδέλες δροσερές του θρήνου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς που ξεψυχάει στα χέρια μου.

Γιατί σε θέλω, αγάπη μου, σε θέλω,
στη σοφίτα όπου παίζουν τα παιδιά,
κι ονειρεύομαι φώτα παλιά της Ουγγαρίας
μες στους θορύβους απ' το χλιαρό απόγευμα,
κοιτώντας πρόβατα και κρίνα από χιόνι
στη σκοτεινή σιωπή απ' το μέτωπό σου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς του "Σε θέλω πάντα".

Στη Βιέννη θα χορέψω μαζί σου
με μια μεταμφίεση που θα 'χει
κεφάλι από ποτάμι.
Κοίτα τι όχθες από υακίνθους έχω!
Το στόμα μου θ' αφήσω ανάμεσα στα πόδια σου,
την ψυχή μου σε φωτογραφίες και κρίνους,
και στα σκοτεινά κύματα των βημάτων σου
θέλω, αγάπη μου, αγάπη μου, ν' αφήσω,
βιολί και τάφο, τις κορδέλες του βαλς.

Μετάφραση Β.Λαλιώτη, F.G.Lorca "Ποιητής στη Νέα Υόρκη" ["Φυγή από τη Νέα Υόρκη (Δυο βαλς ως τον πολιτισμό)"], εκδόσεις Σμίλη, σελ. 211-3.