Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
Η ελεγεία του έρωτα...
Αφησε λεύτερα τα χέρια μου και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!Και συ είσαι εδώ,
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη
-όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,για να σε δεχτώ!
(Pablo Neruda)
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010
Μια ξάστερη νύχτα
Πήγαμε σπίτι σιωπηλοί .Ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο , χωρίς να ανταλλαξουμε κουβέντα .Σταμάτησε μπροστά μου ,με κοίταξε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά στην ζωή του .
-Αν δεν έχεις αντίρρηση , προτιμώ να καθήσουμε στο μπαλκονάκι.
Κι αν είχα αντίρρηση , θα ήταν μάταιη. Εκείνος προχώρησε στο μπαλκονάκι , έσυρε μια από τις δυο σιδερένιες πολυθρώνες προς την γωνία που τον βόλευε και κάθισε. Τον ακολούθησα .
Η νύχτα έδειχνε να έχει πιάσει για καλά τα πόστα της Αθήνας . Ήταν βραδιά υγρή αλλά ξάστερη . Μπορούσες να βλέπεις καθαρά το στερέωμα , όσο σου επέτρεπαν οι δυο αντικρινές πολυκατοικίες , που ευτυχώς είχαν ένα αρκετά μεγάλο άνοιγμα μεταξύ τους . Μικρές ομάδες υδρατμών πέρναγαν πότε πότε πάνω από την πόλη , κάνοντας τα αστέρια να φαίνονται προς στιγμήν περισσότερο απόμακρα , για να ξαναεμφανιστούν φωτεινότερα , δημιουργώντας σου ένα αίσθημα ανακούφισης ότι δεν εξαφανίστηκαν για πάντα …
- Πως αισθάνεσαι που τα αστέρια χάνονται και ξαναεμφανίζονται ;
-Πώς να μου φανεί ; αντιρώτησα αιφνιδιασμένος από την ξαφνική παρατήρηση του.
-Δεν σου δίνει μια αίσθηση ελπίδας ; Μια αίσθηση ότι δεν θα χαθούν για πάντα ;
-Μου δίνει , απάντησα συγκαταβατικά.
- Φαντάσου ένα αστέρι να σβήσει και να μην ξαναφανεί …
-Δε θα μ’ άρεσε , απάντησα αυθόρμητα .
-Βλέπεις ; Θέλεις να ελπίζεις στην αναγέννηση …
-Ίσως…
Μεσολάβησε σιωπή . Μια σιωπή βαριά – που την έκανε βαρύτερη το υνόπνευμα που είχαμε καταναλώσει – από τις σκέψεις , το φόβο και το άγνωστο , που έδειχνε ότι αντιμετωπίζαμε και οι δύο …
Το οινόπνευμα είχε αρχίσει να αποσυντίθεται στα ‘έξ ᾧν συνετέθη’. Εξατμιζόταν ο ‘οἶνος’ και απόμενε το ‘πνεῡμα’ στο κεφάλι , βαρύ σαν κατακάθι μούργας σε στραγγισμένο κρασοβάρελο…
Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις που σε ρίχνουν σε ένα κενό . Δεν είναι όμως ακριβής αυτός ο χαρακτηρισμός . Απλώς τον συνηθίζουμε , για να μην χρησιμοποιούμε άλλες λέξεις εννοιολογικά αυστηρές. Τέτοιες καταστάσεις σε κατακυριεύουν ύστερα από έντονες συγκινήσεις ή στην διάρκεια ολόψυχων και αφοσιωμένων προσκυνημάτων , που πιστεύεις ότι σε βγάζουν από το φθαρτό και ότι σε ανεβάζουν στο άφθαρτο…
Το αγόρι έδειχνε να απολαμβάνει τη νύχτα . Όμως , αν τον παρατηρούσε κάποιος προσεχτικότερα , όπως έκανα εγώ θα ’βλεπε μια τρομακτικά διεισδυτική ματιά να διαπερνά τον ουράνιο θόλο , σαν να ήθελε να ανυψωθεί , να ρουφήξει τους αιθέριους χυμούς της απόλυτης Γνώσης …
Ξαφνικά το αγόρι διέκοψε τη σιωπή του με ένα παραλήρημα. Ένα μονόλογο που υποπτευόμουν –ήμουν βέβαιη , μάλλον – ότι έβγαινε από τον εσωτερισμό του.Θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ εκείνα που είπε ο φίλος μου σ’ αυτήν την κατάσταση , μια κατάσταση υπνωτισμού , όπως θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω αβασάνιστα εκείνες τις ώρες .Γράφω όπως μου’ ρχονται στην μνήμη ,γι’ αυτό ίσως φανούν στον αναγνώστη αποσπασματικά .Δεν θυμάμαι …
-Ερχόμαστε σε έναν κόσμο , άρχισε να λέει , υλικής ακαταστασίας , με ‘ πλίνθους και κέραμους ᾀτάκτως ἐρριμμένους ’. Σ’ έναν κόσμο όπου επικρατεί η αυτόνομη δομή της ελευθερίας , της αναρχίας και της αταξίας , προσπαθώντας εμείς οι πεπερασμένοι αριθμοί να δώσουμε δομή και λογική .Προσπαθούμε να καταγράψουμε την κατάσταση ενός κόσμου στον οποίο εκπέσαμε . Σ’ αυτό τον κόσμο που είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε , ότι κι αν κάνουμε , ότι κι αν μηχανευτούμε. Όλες οι προσπάθειες εξόδου μας από αυτόν , με την παρούσα φύση μας , είναι καταδικασμένες και μάταιες . Απλώς , οι προσπάθειες μας αυτές μας κάνουν να καταλαβαίνουμε το αδύνατο της εξόδου μας .
Παλαιότερα ενθουσιαζόμουν όταν κατόρθωνα να απορρίπτω μία πρόσκληση . Και είχα την ματαιοδοξία να πιστεύω ότι είμαι δυνατός . Πολύ δυνατός . Απέρριπτα που μου προσέφεραν και δεν καταλάβαινα τον εγωισμό μου . Τον υπέρμετρο εγωισμό να πιστεύεις ότι έτσι σπάζεις τα αν8ρώπινα δεσμά που σου επέβαλε το θείο και ανυψώνεται προς Εκείνον. Δεν αντιλαμβανόμουν ο ανόητος , ότι γινόμουν υπηρέτης της αλαζονείας μου . Πώς να γίνω δεκτός από Εκείνον , εγώ , ο ένοχος της απόρριψης ενός δώρου Του, μια προσφορά Του ;
Το αγόρι σταμάτησε να μιλάει . Πήρε μια βαθιά αναπνοή . Είχε το πρόσωπο του στραμμένο προς το στερέωμα . Δεν μπορούσα να πιάσω την έκφραση του προσώπου του ,και κυρίως των ματιών του , για να καταλάβω σε πια κατάσταση βρισκόταν . Μου έδινε την εντύπωση ότι , έτσι όπως ήταν στραμμένος προς τα πάνω , προς τα άστρα του γαλαξία μας , έπινε από του ουράνιους κρούνους του θείου .
-Αυτό το αχανές διάστημα που εκτίθεται μπροστά μας , συνέχισε μετά από λίγο , νομίζεις ότι θα μπορούσαμε ποτέ να το γνωρίσουμε με τις ανθρώπινες δυνάμεις μας ; Και μπορείς ποτέ να πιστέψεις ότι όλη αυτή η απεραντοσύνη μπορεί να είναι κενή , όταν σε ένα κόκκο άμμου όπως είναι η γη μας , κατοικούν εκατομμύρια ψυχές ; Είμαστε σε μια στενή κοιλάδα , για να κατανοήσουμε μια απέραντη πεδιάδα …
Αναζητούμε την αλήθεια .Αλλά ποια αλήθεια ; Πώς μπορούμε να συλλάβουμε εμείς την αλήθεια , αφού δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ; Ότι δημιουργούμε είναι ατελές και ανολοκλήρωτο.
Δεν έχουμε καταλάβει ότι κατασκευάζουμε μια σιδηροδρομική γραμμή χωρίς αφετηρία και χωρίς καταληκτικό σταθμό και ότι κινούμαστε πάνω σε δυο σιδηροτροχιές ενός ιδεατού σιδηρόδρομου που είναι καταδικασμένες να μην συναντηθούν ποτέ . Γιατί αλίμονο αν συναντηθούν … Έτσι , απλώς την κατασκευάζουμε , αποδεικνύοντας τη ματαιοδοξία μας όπως και οι πρόγονοι μας τον πύργο της Βαβέλ…
Είχα απορροφηθεί από τις σκέψεις του.
-Η ύλη , είπε μετά από λιγόστιγμη σιωπή , είναι μια από τις εκφράσεις της Δύναμης .Μια έκφραση της ύλης είναι η ζωή. Και μια έκφραση της ζωής είναι ο έρωτας .
Το αγόρι εδώ αναστέναξε . Ήταν ένας αναστεναγμός που έδειχνε να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του .
Υπάρχουν κι άλλες , πολλές εκφράσεις της Δύναμης που δεν μπορούμε να τις αντιληφθούμε και να τις κατανοήσουμε . Εκείνο όμως που θέλω να πω είναι ότι έχω μεγάλες αμφιβολίες αν η Δύναμη αυτή έχει ανάγκη από ικεσίες , γονυκλισίες και θεατρινίστικες εκδηλώσεις κακομοιριάς και ανημποριάς , όπως μας έμαθαν από μικρούς να κάνουμε…
Τη Δύναμη αυτή ο άνθρωπος την ονόμασε Θεό .Ο Θεός είναι Άπειρος , χωρίς αρχή και χωρίς πέρας , χωρίς χρόνο και χώρο, αντίθετα με το δημιούργημα Του .Αυτή είναι η καταδίκη και ο δεσμός του με το Δημιουργό του .Παίρνει απ’ Αυτόν και συγχρόνως Του δίνει. Παίρνει και δίνει . Μέχρι το τέλος ... έχεις διαβάσει τα ‘αεροπαγίτικα ’ ;
Δεν πρόλαβα να απαντήσω αρνητικά, είχε δεδομένο ότι δεν τα είχα διαβάσει …
-Το πρόβλημα της γνώσης του θεού απασχολούσε πάντα την ανθρωπότητα , είπε .Υπάρχει λοιπόν ένα αξιόλογο σύγγραμμα , το Περί μυστικής θεολογίας .Τα περιεχόμενα του αποκλήθηκαν ‘αεροπαγίτικα’. Λοιπόν , αυτό το σύγγραμμα που είναι το ευαγγέλιο της αποφατικής θεολογίας , σε αντίθεση με την καταφατική , στην οποία αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες στο θεό , <<καλός , αγαθός, άγιος , πανάγαθος , παντοκράτωρ>> και άλλα παρόμοια αναφέρει μετάξι άλλων :
(Η των πάντων Αιτία , που όλα τα υπερβαίνει , ούτε ουσία είναι , ούτε χωρίς ζωή είναι , ούτε χωρίς λόγο , ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι , ούτε σχήμα έχει ή μορφή ,ούτε βρίσκεται σε ορισμένο τόπο , ούτε βλέπεται , ούτε συγχύζεται, ούτε ταράζεται , ούτε ενοχλείται , ούτε υποκύπτει σε αδυναμίες των αισθήσεων ή των υλικών απολαύσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως , ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση , ούτε τίποτα από όσα παθαίνουν τα αισθητά , ούτε είναι τίποτα από αυτά… Ούτε ψυχή είναι , ούτε νους ούτε λέγεται ούτε νοείται , ούτε αριθμός ή τάξη ή μέγεθος , ή ισότητα ή ανισότητα , η ομοιότητα , ή ανομοιότητα , ούτε με τη γνώση απορεί να έρθει κάποιος σε επαφή μαζί της , ούτε με την επιστήμη… Σ αυτήν ούτε προσθέτουμε ούτε αναιρούμε τίποτα …
Ο Γργηγόριος ο Νανζιανζηνός , συνέχισε το αγόρι ,λέει ότι ο θεός είναι ακατάληπτος για την ανθρώπινη διάνοια ίδιος προσθέτει ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θεία και άφθαρτος εισάγεται έξωθεν στο φθαρτό άνθρωπο και αναχωρεί μετά το θάνατο .Ο θάνατος είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος . Μετά το θάνατο επιστρέφει στο Απόλυτο , απ’ όπου είχε αποσπαστεί…
Στο σημείο αυτό τι αγόρι σταμάτησε να μιλά .Έδειχνε κάτι να σκέφτεται ή να περιμένει …
Αναλογίστηκα για λίγο τις πεποιθήσεις του φίλου μου.
-‘Θεός ’… είπα. Ισως , η ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει….
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό , και άφησα τις σκέψεις μου να ταξιδέψουν στο σκοτάδι….
Σκέφτηκα την πιστή και τον άνθρωπο.
Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010
Πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια
Καλλιρρόη Παρρέν - Σιγανού (Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου, 1 Μαϊου 1859 – Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1940). Πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, συγγραφέας και πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου και σύμφωνα με την θέληση των γονέων της έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Το 1867, ενώ ήταν ακόμα 8 ετών, η αποτυχημένη εξέγερση της Κρήτης κατά των Οθωμανών υποχρέωσε τον πατέρα της Σπυρίδωνα Σιγανό να καταφύγει με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου και έγινε πρόεδρος της «Επιτροπής Κρητών Προσφύγων». Στον Πειραιά, η μικρή Καλλιρόη σπούδασε στην «Σχολή Σουρμελή» και την γαλλική «Σχολή Καλογραιών» και μετά στο περίφημο «Αρσάκειο» της Αθήνας, τότε σχολή παιδαγωγών, από την οποία αποφοίτησε το 1878 με άριστα.
Η «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ»
Ανέλαβε το 1879 την διεύθυνση του «Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού» στην Ρωσία και μετά από 5 χρόνια τοποθετήθηκε ως διευθύντρια του «Ζαππείου Παρθεναγωγείου» της Αδριανουπόλεως. Το 1886 εγκατέλειψε την διδασκαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου και παντρεύτηκε τον αγγλογάλλο δημοσιογράφο Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του «Αθηναϊκού Πρακτορείου».
Με ενθάρρυνση και ηθική στήριξη από τον σύζυγό της, στράφηκε στην δημοσιογραφία και στις 9 Μαρτίου 1887 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της περίφημης εβδομαδιαίας «Εφημερίδος των Κυριών», της πρώτης ελληνικής γυναικείας εφημερίδας, γραμμένης αποκλειστικά από γυναίκες συντάκτριες που είχαν αποκτήσει μόρφωση στο εξωτερικό (τα δύο πρώτα φύλλα ωστόσο τα έφτιαξε εντελώς μόνη, υπογράφοντας ως Εύα Πρενάρ).
Το πρώτο εκείνο ηρωϊκό φύλλο διαβάστηκε σχεδόν από τους πάντες (πούλησε 10.000 αντίτυπα σε έναν αθηναϊκό πληθυσμό μόνον 65.000 ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους ήσαν αναλφάβητοι), αλλά κόστιζε στην «βλάσφημη» και «αναρχική» κυρία «Πρενάρ» μία βροχή υβριστικών, ειρωνικών, ακόμη και απειλητικών σχολίων από τους δημοσιογράφους της εποχής: «θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας» διεκήρυσσε ο διευθυντής της εφημερίδας «Επιθεώρησις».
Με την βοήθεια όμως κάποιων λιγοστών υποστηρικτών της, ανάμεσα στους οποίους ήσαν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος, η Καλλιρόη Παρρέν κατόρθωσε να επιβάλει τον διεκδικητικό λόγο της, να αποκαλύψει από το τρίτο φύλλο της εφημερίδας την πραγματική της ταυτότητα και να συγκεντρώσει γύρω της τις λίγες γυναίκες της εποχής που μπορούσαν να αντέξουν το, εξωφρενικό για τα δεδομένα της τότε καθυστερημένης Ελλάδας, όραμα της γυναικείας χειραφέτησης. Η εφημερίδα εκδιδόταν έκτοτε κάθε εβδομάδα επί 31 συνεχή χρόνια και σταμάτησε μόνον όταν το 1918 η εκδότρια εξορίστηκε για περίπου 10 μήνες στην Ύδρα λόγω των πολιτικών της φρονημάτων.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η Καλλιρόη, στην οποία ο Παλαμάς είχε αφιερώσει και ένα ποίημά του («Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα. Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα προς τη μελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα…») εκπροσώπησε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα την Ελλάδα σε διεθνή Συνέδρια Γυναικών στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Σικάγο (1888, 1889, 1893, 1896, 1900).
Πίστευε ότι «το μεγαλείο της Ελλάδος έγκειτο στο μεγαλείο των θυγατέρων της». Προς χάρη των γυναικών λοιπόν, ίδρυσε το 1893 την «Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως της Γυναίκας», καθώς και διάφορα κοινωφελή ιδρύματα για την ανακούφιση των απόρων γυναικών και την βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών: το 1890 ίδρυσε το «Κυριακάτικο Σχολείο», στο οποίο διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή οι εργάτριες και οι υπηρέτριες, το 1895 μαζί με την Ναταλία Σούτσου το «Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης», στο οποίο έβρισκαν προστασία οι ανύπαντρες μητέρες και οι κακοποιημένες εργάτριες, το 1896 το «Άσυλο Ανιάτων Γυναικών», το 1896 την «Μεγάλη Ένωση των Ελληνίδων», το 1898 τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο» μετέπειτα ΠΙΚΠΑ. Το 1895 μάλιστα απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, ζητώντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών.
ΥΓΙΗΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Η Καλλιρόη Παρρέν, αγωνίστηκε κατά της αμάθειας και των προλήψεων, εκφράζοντας έναν υγιή φεμινισμό που ζητούσε ισοτιμία των δύο φύλων και όχι αναστροφή ρόλων. Δεν αμφισβήτησε ποτέ τον οικογενειακό θεσμό. Εκείνο που ζητούσε ήταν η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών και η κατοχύρωση του δικαιώματος να μορφώνονται και να μπορούν μετά να χρησιμοποιήσουν επαγγελματικά την μόρφωσή τους.
Το 1911 ίδρυσε επίσης το «Λύκειο Ελληνίδων», για την πνευματική εξύψωση των Ελληνίδων, το οποίο έγινε εστία έρευνας και διάδοσης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού και το 1912 ίδρυσε το «Πατριωτικό Ίδρυμα». Το 1921 διοργάνωσε το δεύτερο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα (το πρώτο είχε γίνει στην Ακρόπολη, στις 24 Μαΐου 1898, υπό την προεδρία της Καλλιρρόης Κεχαγιά) και έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου στις γυναίκες (που άργησε βέβαια πολύ να χορηγηθεί: δόθηκε το 1930 για δημοτικές μόνον εκλογές και για όσες γυναίκες ήσαν πάνω από 30 ετών και μόλις στις 28 Μαϊου 1952 για εθνικές εκλογές με πλήρες δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι»).
Το κανονικό δικαίωμα ψήφου των γυναικών δεν πρόλαβε να το δει η Καλλιρόη Παρρέν, αφού πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 16 Ιανουαρίου 1940 στην Αθήνα. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο 1ο Νεκροταφείο, όπου πέντε δεκαετίες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1992, έγιναν από τον Δήμο Αθηναίων τα αποκαλυπτήρια μιας προτομής της.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Με τον μακροχρόνιο αγώνα της, η Καλλιρόη Παρρέν ενέπνευσε αυτοπεποίθηση στις γυναίκες της Ελλάδος, αλλά και έκανε του άντρες να μπορούν να δείξουν επιτέλους εμπιστοσύνη στις γυναικείες ικανότητες. Συνέγραψε πολλά άρθρα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία και τα «Η Ιστορία της Γυναικός από κτίσεως κόσμου έως σήμερον» (1889, τρεις τόμοι), «Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν» (1896 - 1897), «Η μάγισσα» (1901), «Το νέον συμβόλαιον» (1902), «Η νέα γυναίκα» (1907, τρίπρακτο θεατρικό δράμα), «Το σχολείον της Ασπασίας» (1908), «Η Χειραφετημένη» (1915), κ.ά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βαρίκα Ε. , «Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833 - 1907», εκδόσεις «Κατάρτι», Αθήνα, 1996
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου και σύμφωνα με την θέληση των γονέων της έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Το 1867, ενώ ήταν ακόμα 8 ετών, η αποτυχημένη εξέγερση της Κρήτης κατά των Οθωμανών υποχρέωσε τον πατέρα της Σπυρίδωνα Σιγανό να καταφύγει με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου και έγινε πρόεδρος της «Επιτροπής Κρητών Προσφύγων». Στον Πειραιά, η μικρή Καλλιρόη σπούδασε στην «Σχολή Σουρμελή» και την γαλλική «Σχολή Καλογραιών» και μετά στο περίφημο «Αρσάκειο» της Αθήνας, τότε σχολή παιδαγωγών, από την οποία αποφοίτησε το 1878 με άριστα.
Η «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ»
Ανέλαβε το 1879 την διεύθυνση του «Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού» στην Ρωσία και μετά από 5 χρόνια τοποθετήθηκε ως διευθύντρια του «Ζαππείου Παρθεναγωγείου» της Αδριανουπόλεως. Το 1886 εγκατέλειψε την διδασκαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου και παντρεύτηκε τον αγγλογάλλο δημοσιογράφο Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του «Αθηναϊκού Πρακτορείου».
Με ενθάρρυνση και ηθική στήριξη από τον σύζυγό της, στράφηκε στην δημοσιογραφία και στις 9 Μαρτίου 1887 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της περίφημης εβδομαδιαίας «Εφημερίδος των Κυριών», της πρώτης ελληνικής γυναικείας εφημερίδας, γραμμένης αποκλειστικά από γυναίκες συντάκτριες που είχαν αποκτήσει μόρφωση στο εξωτερικό (τα δύο πρώτα φύλλα ωστόσο τα έφτιαξε εντελώς μόνη, υπογράφοντας ως Εύα Πρενάρ).
Το πρώτο εκείνο ηρωϊκό φύλλο διαβάστηκε σχεδόν από τους πάντες (πούλησε 10.000 αντίτυπα σε έναν αθηναϊκό πληθυσμό μόνον 65.000 ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους ήσαν αναλφάβητοι), αλλά κόστιζε στην «βλάσφημη» και «αναρχική» κυρία «Πρενάρ» μία βροχή υβριστικών, ειρωνικών, ακόμη και απειλητικών σχολίων από τους δημοσιογράφους της εποχής: «θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας» διεκήρυσσε ο διευθυντής της εφημερίδας «Επιθεώρησις».
Με την βοήθεια όμως κάποιων λιγοστών υποστηρικτών της, ανάμεσα στους οποίους ήσαν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος, η Καλλιρόη Παρρέν κατόρθωσε να επιβάλει τον διεκδικητικό λόγο της, να αποκαλύψει από το τρίτο φύλλο της εφημερίδας την πραγματική της ταυτότητα και να συγκεντρώσει γύρω της τις λίγες γυναίκες της εποχής που μπορούσαν να αντέξουν το, εξωφρενικό για τα δεδομένα της τότε καθυστερημένης Ελλάδας, όραμα της γυναικείας χειραφέτησης. Η εφημερίδα εκδιδόταν έκτοτε κάθε εβδομάδα επί 31 συνεχή χρόνια και σταμάτησε μόνον όταν το 1918 η εκδότρια εξορίστηκε για περίπου 10 μήνες στην Ύδρα λόγω των πολιτικών της φρονημάτων.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Η Καλλιρόη, στην οποία ο Παλαμάς είχε αφιερώσει και ένα ποίημά του («Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα. Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα προς τη μελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα…») εκπροσώπησε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα την Ελλάδα σε διεθνή Συνέδρια Γυναικών στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Σικάγο (1888, 1889, 1893, 1896, 1900).
Πίστευε ότι «το μεγαλείο της Ελλάδος έγκειτο στο μεγαλείο των θυγατέρων της». Προς χάρη των γυναικών λοιπόν, ίδρυσε το 1893 την «Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως της Γυναίκας», καθώς και διάφορα κοινωφελή ιδρύματα για την ανακούφιση των απόρων γυναικών και την βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών: το 1890 ίδρυσε το «Κυριακάτικο Σχολείο», στο οποίο διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή οι εργάτριες και οι υπηρέτριες, το 1895 μαζί με την Ναταλία Σούτσου το «Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης», στο οποίο έβρισκαν προστασία οι ανύπαντρες μητέρες και οι κακοποιημένες εργάτριες, το 1896 το «Άσυλο Ανιάτων Γυναικών», το 1896 την «Μεγάλη Ένωση των Ελληνίδων», το 1898 τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο» μετέπειτα ΠΙΚΠΑ. Το 1895 μάλιστα απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, ζητώντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών.
ΥΓΙΗΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Η Καλλιρόη Παρρέν, αγωνίστηκε κατά της αμάθειας και των προλήψεων, εκφράζοντας έναν υγιή φεμινισμό που ζητούσε ισοτιμία των δύο φύλων και όχι αναστροφή ρόλων. Δεν αμφισβήτησε ποτέ τον οικογενειακό θεσμό. Εκείνο που ζητούσε ήταν η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών και η κατοχύρωση του δικαιώματος να μορφώνονται και να μπορούν μετά να χρησιμοποιήσουν επαγγελματικά την μόρφωσή τους.
Το 1911 ίδρυσε επίσης το «Λύκειο Ελληνίδων», για την πνευματική εξύψωση των Ελληνίδων, το οποίο έγινε εστία έρευνας και διάδοσης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού και το 1912 ίδρυσε το «Πατριωτικό Ίδρυμα». Το 1921 διοργάνωσε το δεύτερο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα (το πρώτο είχε γίνει στην Ακρόπολη, στις 24 Μαΐου 1898, υπό την προεδρία της Καλλιρρόης Κεχαγιά) και έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου στις γυναίκες (που άργησε βέβαια πολύ να χορηγηθεί: δόθηκε το 1930 για δημοτικές μόνον εκλογές και για όσες γυναίκες ήσαν πάνω από 30 ετών και μόλις στις 28 Μαϊου 1952 για εθνικές εκλογές με πλήρες δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι»).
Το κανονικό δικαίωμα ψήφου των γυναικών δεν πρόλαβε να το δει η Καλλιρόη Παρρέν, αφού πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 16 Ιανουαρίου 1940 στην Αθήνα. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο 1ο Νεκροταφείο, όπου πέντε δεκαετίες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1992, έγιναν από τον Δήμο Αθηναίων τα αποκαλυπτήρια μιας προτομής της.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Με τον μακροχρόνιο αγώνα της, η Καλλιρόη Παρρέν ενέπνευσε αυτοπεποίθηση στις γυναίκες της Ελλάδος, αλλά και έκανε του άντρες να μπορούν να δείξουν επιτέλους εμπιστοσύνη στις γυναικείες ικανότητες. Συνέγραψε πολλά άρθρα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία και τα «Η Ιστορία της Γυναικός από κτίσεως κόσμου έως σήμερον» (1889, τρεις τόμοι), «Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν» (1896 - 1897), «Η μάγισσα» (1901), «Το νέον συμβόλαιον» (1902), «Η νέα γυναίκα» (1907, τρίπρακτο θεατρικό δράμα), «Το σχολείον της Ασπασίας» (1908), «Η Χειραφετημένη» (1915), κ.ά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βαρίκα Ε. , «Η εξέγερση των Κυριών. Η γένεση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833 - 1907», εκδόσεις «Κατάρτι», Αθήνα, 1996
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
A Lover's Complaint by William Shakespeare
FROM off a hill whose concave womb reworded
A plaintful story from a sistering vale,
My spirits to attend this double voice accorded,
And down I laid to list the sad-tuned tale;
Ere long espied a fickle maid full pale,
Tearing of papers, breaking rings a-twain,
Storming her world with sorrow's wind and rain.
Upon her head a platted hive of straw,
Which fortified her visage from the sun,
Whereon the thought might think sometime it saw
The carcass of beauty spent and done:
Time had not scythed all that youth begun,
Nor youth all quit; but, spite of heaven's fell rage,
Some beauty peep'd through lattice of sear'd age.
Oft did she heave her napkin to her eyne,
Which on it had conceited characters,
Laundering the silken figures in the brine
That season'd woe had pelleted in tears,
And often reading what contents it bears;
As often shrieking undistinguish'd woe,
In clamours of all size, both high and low.
Sometimes her levell'd eyes their carriage ride,
As they did battery to the spheres intend;
Sometime diverted their poor balls are tied
To the orbed earth; sometimes they do extend
Their view right on; anon their gazes lend
To every place at once, and, nowhere fix'd,
The mind and sight distractedly commix'd.
Her hair, nor loose nor tied in formal plat,
Proclaim'd in her a careless hand of pride
For some, untuck'd, descended her sheaved hat,
Hanging her pale and pined cheek beside;
Some in her threaden fillet still did bide,
And true to bondage would not break from thence,
Though slackly braided in loose negligence.
A thousand favours from a maund she drew
Of amber, crystal, and of beaded jet,
Which one by one she in a river threw,
Upon whose weeping margent she was set;
Like usury, applying wet to wet,
Or monarch's hands that let not bounty fall
Where want cries some, but where excess begs all.
Of folded schedules had she many a one,
Which she perused, sigh'd, tore, and gave the flood;
Crack'd many a ring of posied gold and bone
Bidding them find their sepulchres in mud;
Found yet moe letters sadly penn'd in blood,
With sleided silk feat and affectedly
Enswathed, and seal'd to curious secrecy.
These often bathed she in her fluxive eyes,
And often kiss'd, and often 'gan to tear:
Cried 'O false blood, thou register of lies,
What unapproved witness dost thou bear!
Ink would have seem'd more black and damned here!'
This said, in top of rage the lines she rents,
Big discontent so breaking their contents.
A reverend man that grazed his cattle nigh--
Sometime a blusterer, that the ruffle knew
Of court, of city, and had let go by
The swiftest hours, observed as they flew--
Towards this afflicted fancy fastly drew,
And, privileged by age, desires to know
In brief the grounds and motives of her woe.
So slides he down upon his grained bat,
And comely-distant sits he by her side;
When he again desires her, being sat,
Her grievance with his hearing to divide:
If that from him there may be aught applied
Which may her suffering ecstasy assuage,
'Tis promised in the charity of age.
'Father,' she says, 'though in me you behold
The injury of many a blasting hour,
Let it not tell your judgment I am old;
Not age, but sorrow, over me hath power:
I might as yet have been a spreading flower,
Fresh to myself, If I had self-applied
Love to myself and to no love beside.
'But, woe is me! too early I attended
A youthful suit--it was to gain my grace--
Of one by nature's outwards so commended,
That maidens' eyes stuck over all his face:
Love lack'd a dwelling, and made him her place;
And when in his fair parts she did abide,
She was new lodged and newly deified.
'His browny locks did hang in crooked curls;
And every light occasion of the wind
Upon his lips their silken parcels hurls.
What's sweet to do, to do will aptly find:
Each eye that saw him did enchant the mind,
For on his visage was in little drawn
What largeness thinks in Paradise was sawn.
'Small show of man was yet upon his chin;
His phoenix down began but to appear
Like unshorn velvet on that termless skin
Whose bare out-bragg'd the web it seem'd to wear:
Yet show'd his visage by that cost more dear;
And nice affections wavering stood in doubt
If best were as it was, or best without.
'His qualities were beauteous as his form,
For maiden-tongued he was, and thereof free;
Yet, if men moved him, was he such a storm
As oft 'twixt May and April is to see,
When winds breathe sweet, untidy though they be.
His rudeness so with his authorized youth
Did livery falseness in a pride of truth.
'Well could he ride, and often men would say
'That horse his mettle from his rider takes:
Proud of subjection, noble by the sway,
What rounds, what bounds, what course, what stop
he makes!'
And controversy hence a question takes,
Whether the horse by him became his deed,
Or he his manage by the well-doing steed.
'But quickly on this side the verdict went:
His real habitude gave life and grace
To appertainings and to ornament,
Accomplish'd in himself, not in his case:
All aids, themselves made fairer by their place,
Came for additions; yet their purposed trim
Pieced not his grace, but were all graced by him.
'So on the tip of his subduing tongue
All kinds of arguments and question deep,
All replication prompt, and reason strong,
For his advantage still did wake and sleep:
To make the weeper laugh, the laugher weep,
He had the dialect and different skill,
Catching all passions in his craft of will:
'That he did in the general bosom reign
Of young, of old; and sexes both enchanted,
To dwell with him in thoughts, or to remain
In personal duty, following where he haunted:
Consents bewitch'd, ere he desire, have granted;
And dialogued for him what he would say,
Ask'd their own wills, and made their wills obey.
'Many there were that did his picture get,
To serve their eyes, and in it put their mind;
Like fools that in th' imagination set
The goodly objects which abroad they find
Of lands and mansions, theirs in thought assign'd;
And labouring in moe pleasures to bestow them
Than the true gouty landlord which doth owe them:
'So many have, that never touch'd his hand,
Sweetly supposed them mistress of his heart.
My woeful self, that did in freedom stand,
And was my own fee-simple, not in part,
What with his art in youth, and youth in art,
Threw my affections in his charmed power,
Reserved the stalk and gave him all my flower.
'Yet did I not, as some my equals did,
Demand of him, nor being desired yielded;
Finding myself in honour so forbid,
With safest distance I mine honour shielded:
Experience for me many bulwarks builded
Of proofs new-bleeding, which remain'd the foil
Of this false jewel, and his amorous spoil.
'But, ah, who ever shunn'd by precedent
The destined ill she must herself assay?
Or forced examples, 'gainst her own content,
To put the by-past perils in her way?
Counsel may stop awhile what will not stay;
For when we rage, advice is often seen
By blunting us to make our wits more keen.
'Nor gives it satisfaction to our blood,
That we must curb it upon others' proof;
To be forbod the sweets that seem so good,
For fear of harms that preach in our behoof.
O appetite, from judgment stand aloof!
The one a palate hath that needs will taste,
Though Reason weep, and cry, 'It is thy last.'
'For further I could say 'This man's untrue,'
And knew the patterns of his foul beguiling;
Heard where his plants in others' orchards grew,
Saw how deceits were gilded in his smiling;
Knew vows were ever brokers to defiling;
Thought characters and words merely but art,
And bastards of his foul adulterate heart.
'And long upon these terms I held my city,
Till thus he gan besiege me: 'Gentle maid,
Have of my suffering youth some feeling pity,
And be not of my holy vows afraid:
That's to ye sworn to none was ever said;
For feasts of love I have been call'd unto,
Till now did ne'er invite, nor never woo.
''All my offences that abroad you see
Are errors of the blood, none of the mind;
Love made them not: with acture they may be,
Where neither party is nor true nor kind:
They sought their shame that so their shame did find;
And so much less of shame in me remains,
By how much of me their reproach contains.
''Among the many that mine eyes have seen,
Not one whose flame my heart so much as warm'd,
Or my affection put to the smallest teen,
Or any of my leisures ever charm'd:
Harm have I done to them, but ne'er was harm'd;
Kept hearts in liveries, but mine own was free,
And reign'd, commanding in his monarchy.
''Look here, what tributes wounded fancies sent me,
Of paled pearls and rubies red as blood;
Figuring that they their passions likewise lent me
Of grief and blushes, aptly understood
In bloodless white and the encrimson'd mood;
Effects of terror and dear modesty,
Encamp'd in hearts, but fighting outwardly.
''And, lo, behold these talents of their hair,
With twisted metal amorously impleach'd,
I have received from many a several fair,
Their kind acceptance weepingly beseech'd,
With the annexions of fair gems enrich'd,
And deep-brain'd sonnets that did amplify
Each stone's dear nature, worth, and quality.
''The diamond,--why, 'twas beautiful and hard,
Whereto his invised properties did tend;
The deep-green emerald, in whose fresh regard
Weak sights their sickly radiance do amend;
The heaven-hued sapphire and the opal blend
With objects manifold: each several stone,
With wit well blazon'd, smiled or made some moan.
''Lo, all these trophies of affections hot,
Of pensived and subdued desires the tender,
Nature hath charged me that I hoard them not,
But yield them up where I myself must render,
That is, to you, my origin and ender;
For these, of force, must your oblations be,
Since I their altar, you enpatron me.
''O, then, advance of yours that phraseless hand,
Whose white weighs down the airy scale of praise;
Take all these similes to your own command,
Hallow'd with sighs that burning lungs did raise;
What me your minister, for you obeys,
Works under you; and to your audit comes
Their distract parcels in combined sums.
''Lo, this device was sent me from a nun,
Or sister sanctified, of holiest note;
Which late her noble suit in court did shun,
Whose rarest havings made the blossoms dote;
For she was sought by spirits of richest coat,
But kept cold distance, and did thence remove,
To spend her living in eternal love.
''But, O my sweet, what labour is't to leave
The thing we have not, mastering what not strives,
Playing the place which did no form receive,
Playing patient sports in unconstrained gyves?
She that her fame so to herself contrives,
The scars of battle 'scapeth by the flight,
And makes her absence valiant, not her might.
''O, pardon me, in that my boast is true:
The accident which brought me to her eye
Upon the moment did her force subdue,
And now she would the caged cloister fly:
Religious love put out Religion's eye:
Not to be tempted, would she be immured,
And now, to tempt, all liberty procured.
''How mighty then you are, O, hear me tell!
The broken bosoms that to me belong
Have emptied all their fountains in my well,
And mine I pour your ocean all among:
I strong o'er them, and you o'er me being strong,
Must for your victory us all congest,
As compound love to physic your cold breast.
''My parts had power to charm a sacred nun,
Who, disciplined, ay, dieted in grace,
Believed her eyes when they to assail begun,
All vows and consecrations giving place:
O most potential love! vow, bond, nor space,
In thee hath neither sting, knot, nor confine,
For thou art all, and all things else are thine.
''When thou impressest, what are precepts worth
Of stale example? When thou wilt inflame,
How coldly those impediments stand forth
Of wealth, of filial fear, law, kindred, fame!
Love's arms are peace, 'gainst rule, 'gainst sense,
'gainst shame,
And sweetens, in the suffering pangs it bears,
The aloes of all forces, shocks, and fears.
''Now all these hearts that do on mine depend,
Feeling it break, with bleeding groans they pine;
And supplicant their sighs to you extend,
To leave the battery that you make 'gainst mine,
Lending soft audience to my sweet design,
And credent soul to that strong-bonded oath
That shall prefer and undertake my troth.'
'This said, his watery eyes he did dismount,
Whose sights till then were levell'd on my face;
Each cheek a river running from a fount
With brinish current downward flow'd apace:
O, how the channel to the stream gave grace!
Who glazed with crystal gate the glowing roses
That flame through water which their hue encloses.
'O father, what a hell of witchcraft lies
In the small orb of one particular tear!
But with the inundation of the eyes
What rocky heart to water will not wear?
What breast so cold that is not warmed here?
O cleft effect! cold modesty, hot wrath,
Both fire from hence and chill extincture hath.
'For, lo, his passion, but an art of craft,
Even there resolved my reason into tears;
There my white stole of chastity I daff'd,
Shook off my sober guards and civil fears;
Appear to him, as he to me appears,
All melting; though our drops this difference bore,
His poison'd me, and mine did him restore.
'In him a plenitude of subtle matter,
Applied to cautels, all strange forms receives,
Of burning blushes, or of weeping water,
Or swooning paleness; and he takes and leaves,
In either's aptness, as it best deceives,
To blush at speeches rank to weep at woes,
Or to turn white and swoon at tragic shows.
'That not a heart which in his level came
Could 'scape the hail of his all-hurting aim,
Showing fair nature is both kind and tame;
And, veil'd in them, did win whom he would maim:
Against the thing he sought he would exclaim;
When he most burn'd in heart-wish'd luxury,
He preach'd pure maid, and praised cold chastity.
'Thus merely with the garment of a Grace
The naked and concealed fiend he cover'd;
That th' unexperient gave the tempter place,
Which like a cherubin above them hover'd.
Who, young and simple, would not be so lover'd?
Ay me! I fell; and yet do question make
What I should do again for such a sake.
'O, that infected moisture of his eye,
O, that false fire which in his cheek so glow'd,
O, that forced thunder from his heart did fly,
O, that sad breath his spongy lungs bestow'd,
O, all that borrow'd motion seeming owed,
Would yet again betray the fore-betray'd,
And new pervert a reconciled maid!'
Marcel Proust A la recherche du temps perdu(Le Temps Retrouve)
“Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν. Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πηρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου. Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και τού βαπτιστηρίου τού Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυία του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει. Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους...
“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μούχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;
“Όσο για το εσωτερικό βιβλίο με τα άγνωστα σημεία (σημεία ανάγλυφα, τα οποία η προσοχή μου ερευνώντας το ασυνείδητό μου, επρόκειτο να ερευνήσει, σαν ένας δύτης που ψάχνει) για την ανάγνωση των οποίων κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει με κάποιον κανόνα, αυτή η ανάγνωση συνιστούσε μια πράξη δημιουργίας όπου κανείς δεν μπορεί να μάς υποκαταστήσει, ούτε ακόμα και να συνεργαστεί μαζί μας. Γι αυτό πόσοι δεν αποφεύγουν το γράψιμο! Πόσες υποχρεώσεις δεν αναλαμβάνουν για να αποφύγουν αυτήν! Κάθε γεγονός, είτε είναι η υπόθεση Ντρέυφους είτε ο πόλεμος, είχε προσφέρει νέες δικαιολογίες στους συγγραφείς για να μην αποκρυπτογραφήσουν αυτό το βιβλίο. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο τού Δικαίου, να ξανακάνουν την ηθική ενότητα τού Έθνους, δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τη λογοτεχνία. Αλλά δεν ήταν παρά δικαιολογίες, γιατί δεν είχαν, ή δεν είχαν πια, ιδιοφυία, δηλαδή ένστικτο. Διότι το ένστικτο υποδεικνύει το καθήκον και η ευφυία προσφέρει τις δικαιολογίες για να το αποφεύγουμε. Μόνο που οι δικαιολογίες δεν υπάρχουν στην τέχνη, οι προθέσεις δεν μετράνε...
“Και ίσως να είναι πιο πολύ η ποιότητα τής γλώσσας παρά το είδος τής αισθητικής που μας κάνει και μπορούμε να κρίνουμε τον βαθμό τον οποίο έφτασε η καλλιτεχνική και ηθική δουλειά. Αλλά, και αντιθέτως, αυτή η ποιότητα τής γλώσσας, που οι θεωρητικοί νομίζουν ότι μπορούν να αγνοήσουν, δεν αποδεικνύει, για τους θαυμαστές των θεωρητικών, μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αξία που για να την καταλάβουν έχουν ανάγκη να την δουν να εκφράζεται απευθείας και στην οποία δεν οδηγούνται από την ομορφιά μιας εικόνας. Eξ ου και ο χονδροειδής πειρασμός για τον συγγραφέα να γράφει έργα διανοουμενίστικα. Μεγάλη έλλειψη λεπτότητας. Ένα έργο όπου υπάρχουν θεωρίες είναι σαν ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο ξέχασαν την ετικέτα με την τιμή αγοράς του. Κάνουν λογικές κατασκευές, δηλαδή αλητεύουν, κάθε φορά που δεν έχουν τη δύναμη να πιεστούν να οδηγήσουν μιαν εντύπωση από όλα τα διαδοχικά στάδια που θα καταλήξουν στην αποτύπωση της, στην έκφρασή τους...
“Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας.
Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας. Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...
“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους...
“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...
“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει...
“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος...
“Αυτός ο συγγραφέας ………………θάπρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους...
“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες...
“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια...
“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα...
“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους...
“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μούχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;
“Όσο για το εσωτερικό βιβλίο με τα άγνωστα σημεία (σημεία ανάγλυφα, τα οποία η προσοχή μου ερευνώντας το ασυνείδητό μου, επρόκειτο να ερευνήσει, σαν ένας δύτης που ψάχνει) για την ανάγνωση των οποίων κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει με κάποιον κανόνα, αυτή η ανάγνωση συνιστούσε μια πράξη δημιουργίας όπου κανείς δεν μπορεί να μάς υποκαταστήσει, ούτε ακόμα και να συνεργαστεί μαζί μας. Γι αυτό πόσοι δεν αποφεύγουν το γράψιμο! Πόσες υποχρεώσεις δεν αναλαμβάνουν για να αποφύγουν αυτήν! Κάθε γεγονός, είτε είναι η υπόθεση Ντρέυφους είτε ο πόλεμος, είχε προσφέρει νέες δικαιολογίες στους συγγραφείς για να μην αποκρυπτογραφήσουν αυτό το βιβλίο. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο τού Δικαίου, να ξανακάνουν την ηθική ενότητα τού Έθνους, δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τη λογοτεχνία. Αλλά δεν ήταν παρά δικαιολογίες, γιατί δεν είχαν, ή δεν είχαν πια, ιδιοφυία, δηλαδή ένστικτο. Διότι το ένστικτο υποδεικνύει το καθήκον και η ευφυία προσφέρει τις δικαιολογίες για να το αποφεύγουμε. Μόνο που οι δικαιολογίες δεν υπάρχουν στην τέχνη, οι προθέσεις δεν μετράνε...
“Και ίσως να είναι πιο πολύ η ποιότητα τής γλώσσας παρά το είδος τής αισθητικής που μας κάνει και μπορούμε να κρίνουμε τον βαθμό τον οποίο έφτασε η καλλιτεχνική και ηθική δουλειά. Αλλά, και αντιθέτως, αυτή η ποιότητα τής γλώσσας, που οι θεωρητικοί νομίζουν ότι μπορούν να αγνοήσουν, δεν αποδεικνύει, για τους θαυμαστές των θεωρητικών, μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αξία που για να την καταλάβουν έχουν ανάγκη να την δουν να εκφράζεται απευθείας και στην οποία δεν οδηγούνται από την ομορφιά μιας εικόνας. Eξ ου και ο χονδροειδής πειρασμός για τον συγγραφέα να γράφει έργα διανοουμενίστικα. Μεγάλη έλλειψη λεπτότητας. Ένα έργο όπου υπάρχουν θεωρίες είναι σαν ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο ξέχασαν την ετικέτα με την τιμή αγοράς του. Κάνουν λογικές κατασκευές, δηλαδή αλητεύουν, κάθε φορά που δεν έχουν τη δύναμη να πιεστούν να οδηγήσουν μιαν εντύπωση από όλα τα διαδοχικά στάδια που θα καταλήξουν στην αποτύπωση της, στην έκφρασή τους...
“Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας.
Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας. Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...
“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους...
“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...
“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει...
“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος...
“Αυτός ο συγγραφέας ………………θάπρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους...
“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες...
“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια...
“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα...
“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)