"H φανταστική ελπίδα μπορεί ν' αρπάξει το ίδιο γερά έναν άνθρωπο όσο κι η πραγματικότητα"

"Charles Dickens"

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

στα δυχτια του ερωτα

Η κρύα νύχτα είχε δώσει τη θέση της σε μια ακόμα μουντή μέρα του Φθινοπώρου. Πλατιά σύννεφα ταξίδευαν πάνω από το Αιγαίο ,παρασυρμένα απο έναν άνεμο δυνατό σαν το μελτέμι.
-« Τι νύχτα κι αυτή .» αναστέναξε ο Διακουμής , βγαίνοντας απο το ασανσέρ του πολυτελούς ξενοδοχείου ,που μόλις είχε τακτοποιηθεί και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς το εστιατόριο , καθώς ο οργανισμός του ζητούσε διακαώς μια γερή δώσει καφεΐνης για να ισορροπήσει μετά το jet lack του χθεσινού οδυνηρού ταξιδιού .Δεν είχε πολλή ώρα που πτήση του από Λονδίνο είχε φτάσει Ελλάδα , αλλά ανακούφιση και μόνο στην ιδέα ότι τα πόδια του πατούσαν στη γη δεν είχε προηγούμενο.
Κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει την ανταριασμένη θάλασσα.. Κάτι σ’ αυτόν τον μελωδικό φρενήρη ρυθμό των κυμάτων που μανιασμένα χτύπαγαν το βράχο τον χαλάρωνε κι ήταν συνάμα μια εικόνα τόσο οικεία που δυσκολευόταν να εξηγήσει .Ίσως ήταν μια αίσθηση ασφάλειας .Ποιος να ξέρει. Ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ που είχε παραγγείλει κι εκείνος με λαχτάρα ήπιε την πρώτη γουλιά καθώς το μεστό άρωμα του δυνατού γαλλικού καφέ του γαργαλούσε τη μύτη .Δεν πρόλαβε καλά καλά να καταπιεί , όταν το κινητό άρχισε να δονείτε και να χτυπάει εκνευρίστηκα δυνατά.
-« Να πάρει , δεν θα με αφήσουν να ηρεμήσω σήμερα » είπε μέσα απ’ τα δόντια του.
-«Παρακαλώ…»
-«Έλα ρε Διακουμή , καλημέρα .Τι έγινε ρε φίλε έφτασες καλα ; Πως ήταν το ταξίδι ;» είπε χαρούμενα ο κολλητός του από την άλλη γραμμή.
-«Καλημέρα , καλημέρα ,στον ύπνο σου με έβλεπες παιδάκι μου;»απάντησε ο Διακουμής βαριεστημένα .
-«Ναι , ναι κι εγώ χαίρομαι που σ’ ακούω κολλητε. Πως ήταν το ταξίδι ;Ελπίζω να πήγαν όλα καλά με τους επενδυτές.»συνέχισε με λιγο ειρονικό και παιχνιδιάρικο τόνο ο φίλος του .
Ο Διακουμής χαμογέλασε .
- «Κι εγώ χαίρομαι που σ’ ακούω Χάρη ,το ταξίδι δεν το λες και καλό, μας τάραξε το καταραμένο το αεροσκάφος στα κενά αέρος , τι κενά αέρος δηλαδή τέτοιο τράνταγμα αδελφέ μου ούτε ο εγκέλαδος των 9 ρίχτερ. Δράμα σου λέω. Κι υστέρα σου λένε καλές εταιρίες τρομάρα τους . Τουλάχιστον η συμφωνία με τους Εγγλέζους έκλεισε επιτυχώς . Την πήραμε τη δουλειά φιλαράκι!» είπε χαρούμενα στον επί δεκαπέντε χρόνια φίλο και συνεργάτη του στο αρχιτεκτονικό γραφείο. Η συζήτηση συνεχίστηκε για κανένα τέταρτο ακόμη , άλλωστε κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από την φλυαρία του Χάρη .
Ο Διακουμής πλησίαζε τα 35, είχε μεγαλώσει πια .Ήταν ανέκαθεν γόης ,καρδιοκατακτητής και πιστός εργένης , αν και σπάνια έμενε μόνος ,χωρίς σχέση .
Πριν δέκα χρόνια αποφάσισε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με τον κολλητό του φίλο και συμφοιτητή και με πολύ κόπο, θυσίες , προσωπικό χρόνο και σκληρή δουλειά κατάφεραν να διοικούν ένα από το τρία καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία στην Αθήνα .
Ο Διακουμής ήταν ένα άνθρωπος καλός και ειλικρινής σπάνιο παράδειγμα για την εποχή του. Ιδιαίτερα δυναμικός και φύεις ήταν επιχειρηματίας χτυπούσε πάντα τον στόχο του αλλά χωρίς την έπαρση του νικητή. Καλλιτέχνης , φιλόδοξος εργασιομανής , άνθρωπος της εποχής του αλλά με μία φινέτσα κλασικού. Γοήτευε και κατακτούσε τα πάντα στο διάβα του , παρόλα αυτά εκείνος ένοιωθε ανικανοποίητος, καθώς ακόμη δεν είχε καταφέρει να τον αγγίξει το μαγικό ραβδί του έρωτα .Είχε γνωρίσει πολλές γυναίκες στη ζωή του αλλά καμιά δεν τον είχε κάνει να θέλει να της παραδώσει την ψυχή του , να είναι εκείνη το μοναδικό άνθος στον κήπο της καρδιάς του.
Έκλεισε το τηλέφωνο ανακουφισμένος κι άναψε ένα τσιγάρο καθώς το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα , εκτός από μετρικούς πρωινούς πελάτες το εστιατόριο του ξενοδοχείου ήταν σχεδόν άδειο .Ρούφηξε βαθειά το τσιγάρο που κρατούσε άλλη μια φορά κι εξέπνευσε αργά τον καπνό. Τα μάτια του σταμάτησαν σε μια γυναικεία μορφή που μόλις είχε διασχίσει τη σάλα. Εκείνη κάθισε σε ένα διπλανό τραπεζάκι κι ο σερβιτόρος μετά από λίγο της προσέφερε ένα καπουτσίνο .Ο Διαμαντής κοίταγε αχόρταγα τη γυναίκα καθώς ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά ανεξέλεγκτα και το κορμί του αναρίγησε .Ήταν ίσως η πρώτη φορά στη ζωή του που έβλεπε κάτι τόσο όμορφο .Όλα πάνω της ήταν τόσο ταιριαστά σε μία τέλεια αρμονία .Μα ποια ήταν αυτή η γυναίκα σκέφτηκε. Ήταν λες κι είχε βγει από το πιο όμορφο παραμυθένιο όνειρο της φαντασίας του .Έπρεπε να μάθει ποια ήταν .Μα ξάφνου μέσα στην παραζάλη του συνειδητοποίησε πως είχε χάσει το θάρρος του καθώς και τη μιλιά του . Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει , μα τι θα της έλεγε και πως; Εκείνος που άλλοτε δεν κολλούσε πουθενά τώρα ένοιωθε τα πόδια του να κόβονται σαν να ήταν παιδί .Έκανε μια άσκοπη προσπάθεια να σταθεροποιήσει την αναπνοή του και να τραβήξει στην επιφάνεια το καλά θαμμένο θάρρος του. «Μα τι έχω πάθει τρελάθηκα ;»αναρωτήθηκε .Μετά από λίγο η νεαρή γυναίκα τίναξε απαλά τα ξέπλεκα καστανόξανθα μαλλιά της κι έκανε νόημα για το λογαριασμό .Ο Διακουμής επιτέλους κατάφερε να ξυπνήσει από τη ζάλη του , έκανε νόημα στο σερβιτόρο τον πρόφτανσε και κέρασε τον καφέ της νεαρής γυναίκας .Εκείνη του χαμογέλασε χαριτωμένα .Ο Διαμαντής σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της .
- «Καλημέρα , θα φύγετε κιόλας ;»τη ρώτησε με τη βαθειά μπάσα φωνή του φορώντας το πιο φωτεινό , γοητευτικό του χαμόγελο. Εκείνη ένευσε νωχελικά.
- « Δυστυχώς .» απάντησε αινιγματικά .«Σας ευχαριστώ πολύ για τον καφέ.»
Εκείνος χαμογέλασε και τα ειλικρινή μαύρα του μάτια βυθίστηκαν με πάθος στα δικά της σκπουροπράσινα , παιχνιδιάρικα και αινιγματικά .
-«Μα τι λέτε , ευχαρίστηση μου .Επιτρέψτε μου να συστηθώ , Διακουμής Κομνηνός, αρχιτέκτων, γοητευμένος ....» είπε και της έτεινε το χέρι του.
-«Ζηνοβία Καραμάνου, αργοπορημένη», είπε με ένα γέλιο παιδικό παιχνιδιάρικο και μια βροχή τρυφερής ευθυμίας «Χαίρω πολύ και αντίο σας .» του είπε σφίγγοντας στιγμιαία , απαλά το χέρι του κι ευθύς όρθωσε το λυγερό κορμί της κι έκανε να φύγει , αφήνοντας τον σαστισμένο να την κοιτά θαρρείς και στέκονταν στο χείλος της αβύσσου .
-«Σταθήτε , μισό λεπτό . θα μπορούσα να σας προσκαλέσω για έναν καφέ το απόγευμα» αντέτεινε εκείνος με μια αδιόρατη παράκληση στη φωνή .
-«Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά δεν μπορώ , έχω κανονίσει .»είπε εκείνη με απαλή φωνή .
-«Τουλάχιστον , εύχομαι να σας ξαναδώ» εκείνος επέμεινε .
-«Ίσως … Λοιπόν γεια σας και πάλι ευχαριστώ »απάντησε η κοπέλα και τα μάτια τους συναντήθηκαν για άλλη μια φορά και τότε η κοπέλα αναρίγησε .Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά σαν να ήθελε να τρυπήσει το στήθος της .Αυτός ο άντρας … σαν να πυροδότησε μέσα της έναν εκρηκτικό μηχανισμό. Άξαφνα ένοιωσε σαν να τον ήξερε , σαν αυτός ο άγνωστος να ήταν πρόσωπο οικείο , δικό της .Είδε στα μάτια του μια ζεστασιά πρωτόγνωρη . Ήταν μια ζάλη σαν από γλυκό μεθύσι κι ένας πόθος αλλιώτικος .Ήθελε να τον ξαναδεί κι εκείνη κι ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε κι αυτό την τρόμαζε .Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ έτσι …
Τα συναισθήματα ήταν κοινά ,οι καρδιές τους πήγαιναν να σπάσουν , πάλουσες σ’ έναν τρελό ρυθμό. Κι ήταν λες και για μια στιγμή σταμάτησε η χρόνος . Ήταν αυτή η μία και μοναδική στιγμή , που τους έκανε εσαεί δέσμιους της εξουσίας μιας δύναμης που δεν μπορούσαν να κατονομάσουν. Μια παράξενη μυστική δύναμη που τους τραβούσε κοντά σαν αντεστραμένους μαγνήτες .Πού προσπαθούσε να τους παρασύρει , για ποιο σκοπό; Όσο τους έλκει άλλο τόσο τους τρομάζει .Αυτό ήταν λοιπόν ο έρωτας ;ένα κάλεσμα στο οποίο δεν μπορείς μα αντισταθείς ;Δεν το ορίζεις .Μια επιτακτική επιθυμία να καείς μέχρι να γίνεις στάχτη .Να εκμηδενιστείς , να δοθείς ολοκληρωτικά και να πάρεις το ρίσκο αψηφώντας κάθε φόβο κι ανασφάλεια , χωρίς λογική να ενωθείς με έναν άλλο άνθρωπο, άγνωστο άνθρωπο που στα μάτια του θα αναγνωρίσεις τη λάμψη του άλλου σου μισού ,θα καείς και θα ξαναγεννηθείς μαζί του, από την αρχή .
Αυτό ήταν πράγματι και τώρα το αναγνώριζαν κι οι δύο τους .Ήταν ο έρωτας μια μελωδία γραμμένη στη σάρκα των εραστών από τη μοίρα , από την αρχή του κόσμου.
-«Εις το επανειδήν . » άφησε τη φωνή του να σβήσει με μια προσμονή .Εκείνη αποτράβησε το βλέμμα της με δυσκολία. Τα σαρκώδη χείλη της σχημάτισαν ένα αχνό χαμόγελο ζαλισμένη ακόμα απ’ την αυγή των συναισθημάτων της κι ύστερα χάθηκε σαν αερικό. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει να φεύγει σαν χαμένος .Κατόπιν έτρεξε στην reception για να μάθει για την κοπέλα που του είχε δημιουργήσει ένα πρωτόγνωρο άσβεστο πάθος .
Το όνομα της ήτα Ζηνοβία Καραμάνου ήταν συγγραφέας και συνεργαζόταν με έναν από τους κορυφαίους εκδοτικούς οίκους της Αθήνας για την έκδοση του καινούριου της βιβλίου . Μια υπέροχη γυναίκα .Ήταν στο νησί για διακοπές όπως κι εκείνος. Ήθελε τόσο πολύ να την ξαναδεί .Την ήθελε αυτήν τη γυναικά… Αποφάσισε να πάρει την πρωτοβουλία και να της στείλει ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα κι ευχόταν η μοίρα να είναι με το μέρος του. Οι ώρες περνούσαν κι ότι κι αν έκανε η εικόνα της Ζηνοβίας δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του .
Βράδιασε για τα καλά , ο καιρός είχε καλυτερεύσει .Ο Διακουμής σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο ανάβοντας ένα τσιγάρο .Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς το μυαλό και το κορμί του καιγόταν από την φλόγα της θύμησης της . Δεν κατάφερε να πάρει τα μάτια του από τα αστέρια .Θα λέγε κανείς πως πρόκειται για μυριάδες βαθιές χαρακιές σ’ ένα θόλο. Πιο μακριά , αόρατο στα μάτια, πρέπει να σιγόκαιγε το τρομερό καμίνι του σύμπαντος .Κι άθελα του αναρωτήθηκε πόσο πολύ έμοιαζε τούτο το καμίνι με την καρδιά του .
Δυο ορόφους πιο πάνω η Ζηνοβία καιγόταν από την ίδια φλόγα .«Πως είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να έχει τέτοια επίδραση πάνω μου;» αναρωτιόταν και καθώς έκλεινε τα μάτια έφερνε στο νου της αυτά τα μάτια. Τα δικά του μάτια σαν να ήταν μέσα της η πιο γλυκιά ανάμνηση. Το επόμενο πρωί ο Διακουμής της έστειλε ένα ακόμα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα και μια πρόσκληση σε γεύμα το ίδιο μεσημέρι .Εκείνη τα έλαβε κι ένοιωσε ανίκανη να του αρνηθεί , κολακευμένη και μεθυσμένη ακόμη καθώς ήταν από τη ζεστασιά των ματιών του.
Πλησίαζε η ώρα κι η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της. Είχε ήδη αλλάξει ρούχα ίσα με δεκαπέντε φορές κι ακόμη δεν ήταν ικανοποιημένη με την εμφάνιση της Αν κι είχε καταφέρει να καταλήξει στο μπεζ της φόρεμα που θεωρούσε πως θα την κολάκευε περισσότερο. Κι αν δεν του άρεσε ;Ήθελε να είναι όμορφη .Είχε άγχος. Κατέβητε στη σάλα της τραπεζαρίας και τότε τον είδε .Τι όμορφος που ήταν .Κομψός κι ευγενικός ,ένα χαμόγελο αστράφτε και φώτιζε το πρόσωπο του. Ένοιωσε τα μάτια του να απογυμνώνουν και να την κοιτούν βαθειά ως την ψυχή της μα δεν την ένοιαζε γιατί τα ματιά αυτά είχαν μια θέρμη γλυκιά , μια τρυφερότητα και δεν έκρυβαν μέσα τους τίποτε πονηρό η πρόστυχο. Ήταν θαρρείς μάτια παιδικά ,καθαρά ,ειλικρινή .Εκείνος την υποδέχτηκε γλυκά , ευγενικά λες κι ήταν πριγκίπησσα. Κάθισαν στο τραπέζι και μίλησαν, μίλησαν πολύ σαν να γνωρίζονταν από πάντα Στα μάτια τους τρεμόπαιζε η φλόγα του έρωτα που όλο και δυνάμωνε και το φλερτ χόρευε στις λέξεις , στις κινήσεις τους , στα νεύματα τους .Παράδοξος δεν υπήρχε αμηχανία ανάμεσα τους , παρά μόνο πάθος . Μίλησαν πολύ , ήπιαν κρασί και γέλασαν με την καρδιά τους .Περνούσαν όμορφα ,απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου και ταίριαζαν λες κι ήταν της μοίρας τους γραφτό να αλληλοσυμπληρώνονται .Οι ώρες περνούσαν μα δεν τους ένοιαζε τίποτε ,ένοιωθαν ευτυχισμένοι, δεν χόρταιναν ο ένας την παρέα του άλλου. Ήταν κάτι σαν μαγεία ,σαν παραμύθι και για τους δυο μόνο που ήταν πέρα ως πέρα αληθινό. Το γεύμα τελείωσε κι έτσι αποφάσισαν να πάνε για ένα περίπατο στη θάλασσα και το γραφικό χωριουδάκι και τελικά πέρασαν όλη τη μέρα μαζί . Αργά το βράδυ οΔιακουμής συνόδεψε τη Ζηνοβία στο δωμάτιο της , την καληνύχτισε και κατέβητε τρεχάτος στο δωμάτιο του πριν υποκύψει στην επιθυμία που τον έκαιγε να την φιλήσει. Κανείς τους δεν κατάφερε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ…
Το επόμενο πρωί και για τρεις ακόμη μέρες ένα καινούριο μπουκέτο τριαντάφυλλα περίμεναν την Ζηνοβία έξω από την πόρτα του δωματίου της .Κάθε μέρα και από μια καινούρια πρόσκληση .Περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο μαζί και το να είναι μαζί έμοιαζε τόσο αβίαστα φυσικό και όμορφο . Τώρα πια το ήξεραν κι οι δυο ήταν ερωτευμένοι .Ήταν ευτυχισμένοι.
Ήρθε ξανά το βράδυ κι έπειτα πάλι το πρωί , εκείνη θα ήταν η τελευταία τους μέρα στο νησί .Το απόγευμα θα επέστρεφαν και πάλι στην μουντή , σκιερή Αθήνα .Είχαν δώσει ραντεβού σε μία ώρα στην παραλία .Εκείνος είχε πάει νωρίτερα προσπαθώντας να βάλει το μυαλό του σε μια τάξη για να μπορέσει να της εκφράσει όλα εκείνα τα απίθανα συναισθήματα που είχαν κατακλείσει το κορμί και την καρδιά του. Κάθισε στην υγρή άμμο και έπαιξε μες τα δάχτυλά του ένα τριαντάφυλλο. Τώρα πια εκείνη είχε γίνει ο κόσμος του , η εικόνα της είχε μπει μέσα του για τα καλά. Ήταν ερωτευμένος για πρώτη φορά ,ήταν αυτή ,η μοναδική που κατάφερε να κάνει την καρδιά του να εκραγεί. Δεν άντεχε μακριά της , την ποθούσε όσο τίποτε στον κόσμο. Κάθε λεπτό μακριά την έμοιαζε αιώνας .
Σε λίγο έφτασε κι εκείνη. Περπάτησαν μαζί στην παραλία για κάμποση ώρα. Ο Διακουμής κράτησε τρυφερά το χέρι της στο δικό του κι εκείνη αναρίγησε στο άγγιγμα του .Μια ζεστασιά απλώθηκε στο κορμί της Από πού πήγαζε αυτή η ακατανίκητη δύναμη που την έσπρωχνε προς εκείνον; Ασυνείδητα σχεδόν τον πλησίασε και σφίχτηκε πάνω του .Εκείνος σταμάτησε πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την κράτησε στην αγκαλιά του .Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια .Το κορμί της διαπέρασε ένα τρέμουλο. Μέσα στα μάτια της έκαιγε μία φλόγα .Πάνω στα μπράτσα της , μες το κορμί της κυλούσε μια λάβα τόσο καυτή που ήθελε να τους κάψει και τους δυο.
-«Δεν περίμενα ποτέ πως μπορούσε να μου συμβεί κάτι τέτοιο …»είπε εκείνος με σταθερή φωνή .
-«Κι εγώ τα έχω εντελώς χαμένα»απάντησε εκείνη .
-«Νοιώθω πως η ζωή μου χωρίς εσένα δεν έχει νόημα .Ζηνοβία είμαι ερωτευμένος. »είπε ο Διακουμής
-«Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που ζούμε είναι αληθινό η κάποια παραίσθηση …»του αντέτεινε εκείνη .
-«Γιατί να προσπαθήσεις να εξηγήσεις και να καταλάβεις την ευτυχία , γιατί θες να της αντισταθείς ;»τη ρώτησε γαλήνια.
-«Δεν αντιστέκομαι πια Διακουμή Πως θα μπορούσα άλλωστε Δεν βλέπεις ότι αφέθηκα να με κατευθύνεις » είχε σπάσει πια κάθε της άμυνα και κάθε φόβος είχε εξαυλωθεί δίνοντας την θέση του στην προσμονή .Την τράβηξε πιο κοντά του , τόσο που μπορούσε να νοιώσει την ευωδιαστή ανάσα της στο πηγούνι του .Τα χέρια του μπλέχτηκαν απαλά στα μαλλιά της .
-«Νομίζω πως αγαπώ. Το ξέρω ακούγεται ανόητο , μα δεν το έχω πει σε καμία πριν από σένα Δεν σε θέλω απλά σ’ αγαπώ» είπε με σιγουριά
-«Κι αυτή η σύμπτωση με κάνει να βρίσκομαι σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση » του απάντησε εκείνη «Αυτή η λέξη ήταν άγνωστη σε μένα . Την έβρισκα…»
«Ξεκάρφωτη .»συνέχισε εκείνος την φράση της .«Νόμιζες ότι θα πήγαινε χαμένη . Ξέρω .Τώρα όμως φαίνεται ότι αποδίδει αυτό που πραγματικά νοιώθεις
Θέλω να είμαστε μαζί» , συνέχισε εκείνος , «κι εδώ και στην Αθήνα και παντού . Σε θέλω , σ’ αγαπώ ». είπε και τη αγκάλιασε με πάθος .
-«Κι εγώ καλέ μου» ,απάντησε αργά με φωνή σβησμένη από τον πόθο .Άγγιξε απαλά τα ζεστά υγρά του χείλη στα δικά της .Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί .το σώμα της χαλάρωσε γέμισε μια γλυκιά θέρμη . Και τα χείλη , πέρα από κάθε λογική κινούνταν μαζί σε μια μαγική αρμονία. Σταμάτησε για μια στιγμή και βύθισε τα μάτια του στα δικά της .
-«Σ’ αγαπώ της είπε με πάθος δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς εσένα .Σε θέλω…»
Κείνη άρχισε να γελάει με ένα γέλιο γάργαρο και δροσερό σαν νερό.
-«Μα εσύ δεν είσαι άνθρωπος του είπε γελώντας ακόμη μεθυσμένη από την ευτυχία , είσαι θύελλα ,ανεμοστρόβιλος που τα σαρώνει όλα στο πέρασμα του .Είσαι το κάτι άλλο….»
-«Ναι .Έχεις δίκιο αγάπη μου , θέλω να σαρώσω οτιδήποτε μπει ανάμεσα μας ,γιατί σ’ αγαπώ .Με γεμίζεις , με ολοκληρώνεις .Εσύ θέλω να είσαι η ζωή μου …»έκανε μια παύση« ο έρωτας μου …. »Άφησε την φράση του μισοτελειωμένη και ρούφησε τα χείλη της με πάθος .
Οι δισταγμοί και οι επιφυλάξεις που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στις λιγοστές σχέσεις της είχαν εξαφανιστεί κάτω από την μαγική επίδραση του κεραυνοβόλου έρωτα ….

Όταν συναντάμε κάποιον κι ερωτευόμαστε έχουμε την εντύπωση ότι όλο το συμπάν συμφωνεί μαζί μας .Κάποιος τον αποκάλεσε ωδή των αγγέλων προς τα’ άστρα, ίσως είναι μια γνώση ,είναι ο δεσμός που ενώνει δυο σκέψεις, δυο ψυχές , δυο καρδιές, σε ότι σκέφτονται , ελπίζουν κι αισθάνονται .Κι άλλος πάλι αποκάλεσε τον έρωτα όφι της αιωνιότητας , που δαγκώνει την ουρά του. Ο Έρωτας από όποια πλευρά κι αν τον δεις μένει πάντα ίδιος απάλιωτος στον χρόνο και στον κόσμο σε κάθε φάση της ιστορίας ,σε κάθε γωνιά του πλανήτη, οι άνθρωποι γνωρίζονται κι ερωτεύονται έτσι κι οι πρωταγωνιστές μας ….
Και που μας οδηγεί ο έρωτας άραγε ;Ίσως , στην αγάπη ,ίσως … κανείς δεν ξέρει , είναι απ’ τα ρίσκα που προθυμοποίησε να πάρεις . Έρωτας είναι αυτός άλλωστε , δεν έχει λογική….