"H φανταστική ελπίδα μπορεί ν' αρπάξει το ίδιο γερά έναν άνθρωπο όσο κι η πραγματικότητα"

"Charles Dickens"

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Le petit prince


«Πήγαινε να δεις τα τριαντάφυλλα», είπε η αλεπού...
Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε να δει ακόμη μια φορά τα τριαντάφυλλα. «Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο», είπε... «Είστε όμορφα, αλλά κενά... Αν κάποιος τυχαίος περαστικός έβλεπε το τριαντάφυλλό μου, θα νόμιζε ότι σας μοιάζει. Εκείνο όμως είναι πολύ πιο σημαντικό από όλα σας, γιατί είναι το τριαντάφυλλο που έχω εγώ ποτίσει. Γιατί είναι το λουλούδι που προστάτεψα. Γιατί έχω σκοτώσει τα σκουλήκια του, γιατί είναι το τριαντάφυλλο που έχω ακούσει να παραπονιέται, να καμαρώνει ή να σιωπά. Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου το καλύτερο απ' όλα.
«Βλέπεις μόνο με την καρδιά» είπε η αλεπού...

Antoine de Saint-Exupery

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Επτά νυχτερινά επτάστιχα

Ι

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αυπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες το απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα .

ΙΙ

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί .

ΙΙΙ

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από τα’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγιση
Και σα θεωρία λοξοδρομάει προς τα’ αστρα!

IV

Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βταδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω από τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας

V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τα’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

VI

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βγει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Σαν πόδια της μοίρας του συντρίβεται .

VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές στην επιφάνεια
Της όρασης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξάσκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα του αχρηστεύεται απ’ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο .

Οδυσσέας Ελύτης

ονειρα...


Ζω και επιμένω μ’ ένα όνειρο βγαλμένο
απ’ τα βάθη μιας ατέλειωτης ψυχής.
Ζω και ανασαίνω με ρυθμό εξαρτημένο
απ’ τους χτύπους της καρδιάς σου της σκληρής.

Κόσμος και ομίχλη και το φως ποτέ δε δείχνει
ένα ίχνος της μεγάλης μας πληγής.
Χάνομαι στο πλήθος και σε ψάχνω ως συνήθως
στην ελπίδα μιας αλλιώτικης ζωής.

Όνειρα, όνειρα δικαίωμά μου να έχω
μοίρα μου, μοίρα μου δώσ’ μου αγάπη ν’ αντέχω.

Ζω και επιμένω μ’ ένα όνειρο βγαλμένο
απ’ τα βάθη μιας ατέλειωτης ψυχής.
Ζω και περιμένω ένα σπίρτο σου αναμμένο
να ζεστάνει μοναξιά κάθε σιωπής.

Θα ‘θελα μια χάρη, να με πας ως το φεγγάρι
κι όχι έναν κύκλο γύρω από ό,τι ζεις.
Θα ‘θελα αλήθεια όλα μου τα παραμύθια
να ζωντάνευαν τη μέρα που θα ‘ρθεις.

Όνειρα, όνειρα δικαίωμά μου να έχω
μοίρα μου, μοίρα μου δώσ’ μου αγάπη ν’ αντέχω.

Ζω και επιμένω μ’ ένα όνειρο βγαλμένο
απ’ τα βάθη μιας ατέλειωτης ψυχής.
Ζω και ανασαίνω με ρυθμό εξαρτημένο
απ’ το χτύπο της καρδιάς σου της σκληρής.

Όνειρα, όνειρα δικαίωμά μου να έχω
μοίρα μου, μοίρα μου δώσ’ μου αγάπη ν’ αντέχω.

ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ




(απόσπασμα)

Επέστρεψα στην κάμαρα μου ,στριφογυρίζοντας στο μυαλό μου την τελευταία της φράση . ‘‘Αύριο είναι μια καινούρια μέρα ’’. Έβγαλα τα ρούχα μου ,φόρεσα το νυχτικό μου και ξάπλωσα στα μαλακά σκεπάσματα .Τα μάτια μου βάρυναν . Η κούραση και οι εντάσεις της μέρας με είχαν νικήσει . Αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα να με οδηγήσει στα χρωματιστά μονοπάτια του ονείρου . . .
Εκεί είδα τον εαυτό μου , σκαρφαλωμένη σ’ ένα γκρίζο βράχο , ν’ αγναντεύω από ψηλά μέσα στην νύχτα το μικρό νησί μου ελεύθερη από σκέψεις και αναμνήσεις , να χαμογελώ ,με τα καστανά μου μαλλιά λυτά και το λευκό μου νυχτικό να ανεμίζει στην καλοκαιρινή νοτιά . Και γελούσα ,σαν να μην επρόκειτο να γελάσω ποτέ πια στη ζωή μου .Κι ήμουνα θαρρείς μεθυσμένη , καθώς άρχισα να χορεύω κάτω από τους ήχους μιας βουβής μελωδίας , πάνω στο βράχο .Τότε μες τη νύχτα , ο άνεμος σταμάτησε να φυσά με ριπές ,όπως στη θάλασσα . Ένοιωθα ότι το νησί μετατράπηκε σε σύμπαν , άπειρο και παλιό σαν το σκοτάδι .Έμοιαζε σαν άθελα μου να ‘χα ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν άλλα κόσμο άπειρο και σκοτεινό όπου οι ψυχές απ’ όλες τις περασμένες νύχτες συνεχίζουν να ζουν και η απόσταση των δυο διαφορετικών μας κόσμων είχε αρχίσει να μικραίνει .Είχα σταματήσει να γελώ και κοίταζα γύρω μου με μάτια έκπληκτα . Μ’ έναν περίεργο τρόπο ένοιωθα ν’ αφήνω τη γη και να φεύγω έξω , στο διάστημα , στο βασίλειο του σκοτεινού χρόνου όπου όλες οι ψυχές που δεν πέθαναν ποτέ στις καρδιές των αγαπημένων τους , γυρίζουν πίσω και πέφτουν πάνω στις ατελείωτες άσκοπες περιπλανήσεις τους σε δρόμους χαμένους , χωρίς τέλος κι αρχή . Για μια στιγμή ένοιωσα την τρεμούλα του φόβου στο κορμί μου καθώς το σκοτάδι με κατέκλυζε .Η ελάχιστη αυτή στιγμή έγινε η μικρή μου νησίδα στο χρόνο καθώς το διαστημικό σύμπαν σταματούσε γύρο μου . Και η ψυχή μου χάθηκε στον άχρονο κόσμο . Οι άμαξες των αποκαλουμένων νεκρών κατέστρεψαν τους παλιούς δρόμους των αιώνων και οι ψυχές συναντήθηκαν στα μονοπάτια όπου εμείς ονομάζουμε περασμένα χρόνια .Κι εγώ στην μέση του απείρου να κοιτώ σαστισμένη τις σκιές των νεκρών ,ζωηρές και πάλουσες γύρο μου .Φιγούρες οικείες , γνωστές που δεν με φοβίζουν ,αρχίζουν τώρα να χάνονται ,καθώς σκεπάζονται από μια πυκνή ομίχλη .Κι όλα ξεθωριάζουν και χάνονται ,σβήνουν οι εικόνες απ’ τα μάτια μου .Και βυθίζομαι στο απόλυτο σκοτάδι .Το κορμί μου πλημμυρίζει μια παράξενη ηρεμία .Πλέων , δεν με απασχολεί τίποτα , δεν αισθάνομαι τίποτα , δεν ήθελα τίποτα .Το σκοτάδι φωτίζεται κι εγώ δεν βρίσκομαι πια στα σκοτεινά απόμακρα μονοπάτια της αβύσσου , αλλά σε μια απέραντη παραλία , όπου τα μάτια μου μπορούν να αντικρίσουν το βαθύ , μυστήριο ,γαλάζιο χρώμα ενός ατέλειωτου ωκεανού .Το βλέμμα μου πλανιέται για λίγο στο τοπίο θαυμάζοντας την ομορφιά που απέπνεαν τα ψυχρά χρώματα . Λίγο πιο πέρα ,εκεί όπου έσκαγε απαλά το κύμα υπήρχε κρεμασμένη μια κούνια στο μοναδικό δέντρο της ακτής .Εκεί ήταν καθισμένη μια γυναίκα , λουσμένη με το φως του φεγγαριού , να εκπέμπει μια παράξενη γαλήνη . Τα μαύρα μεταξένια μαλλιά έφταναν κυματιστά ως τη μέση της . Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και σκάλιζε με τα γυμνά της πόδια την άμμο .
Τι όμορφη , εθαίρια παρουσία . Μοιάζει με άγγελο. Ίσως πράγματι να είχε έρθει απ’ τα ουράνια .Η γυναίκα σηκώθηκε από την κούνια και με αέρινες κινήσεις άφησε μέσα από τα χέρια της να πετάξει ένα λευκό περιστέρι . Ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε ευγενικά , κοιτάζοντας με , με τα μελιά μάτια της που φαίνονταν τεράστια και έμοιαζαν με αστέρια .
Έμεινα σαστισμένη να την κοιτάζω ανίκανη να αντιδράσω . Από την ταραχή μου, μου κόπηκε η ανάσα και νόμιζα πως η καρδιά μου θα πεταγόταν έξω από το στήθος μου .
-Μαμά … ψέλλισα καθώς προσπαθούσα να συνέλθω .Μαμά , επανέλαβα και τα μάτια μου βούρκωσαν ,μα τα σκούπισα γρήγορα μη θέλοντας να χάσω ούτε στιγμή τη μορφή της .
-Ρέα ,κορούλα μου είπε με την γλυκιά της φωνή .
-Μαμάκα μου , πρόφερα κι έτρεξα με όλη μου τη δύναμη κοντά της . Πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης .Πόσο πολύ είχα ανάγκη αυτήν την αγκαλιά , αυτό το στοργικό χάδι που έκρυβε τόση αγάπη, πόσο πολύ το είχα αποθυμήσει . Άξαφνα ένοιωσα τρόμο για την ώρα που θα τελείωνε αυτό το όνειρο και θα έχανα την μορφή της μητέρας μου για ακόμη μια φορά .
-Μανούλα μου , μου έλειψες τόσο . Δεν θέλω να σε χάσω και πάλι .Μου έφτανε να κοιτάξω τα μάτια της για να νοιώσω την ψυχή μου να πλημμυρίζει γαλήνη .
-Μην κλαις Ρέα μου και μην νοιώθεις λύπη .Ότι κι αν γίνει να θυμάσαι πως εκεί ψηλά στον ουρανό υπάρχει ένα αστέρι που θα αγρυπνά και θα σε φυλά . Γι’ αυτό αν ποτέ νοιώσεις μόνη κοίτα τον αιώνιο φίλο σου στον ουρανό και εκεί δίπλα του θα με δεις να σου χαμογελάω ,να σε βοηθάω σε κάθε βήμα της ζωής σου και να επικροτώ κάθε απόφαση σου .Να ξέρεις θα είμαι πάντα κοντά σου , στην καρδιά σου . Με κοίταζε κατάματα και ήτανε θαρρείς τα μάτια της δυο μικρές φλόγες . Έκανε δυο βήματα πίσω . Άνοιξε τα χέρια της και τα ύψωσε στον ουρανό . Τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο σχεδόν μαγικό .Ένα από τ’ αστέρια ξεκώλησε από τον ουρανό και έπεσε αργά στα χέρια της . Κι εκείνη το κράτησε τρυφερά για λίγο στις χούφτες της και ύστερα το απόθεσε με ευλάβεια στα δικά μου χέρια .Και φωτίστηκε ο κόσμος ολόκληρος από την λάμψη του μικρού αστεριού . Το αστέρι με τη σειρά του έφυγε από τα χέρια μου και υψώθηκε ξανά στον ουρανό.
-Να θυμάσαι πάντα ότι σ’ αγαπώ .Με αγκάλιασε τρυφερά και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο όπως έκανε πάντα όταν ήμουν μικρή . Τότε τα μάτια μου θόλωσαν και η εικόνα αυτή χάθηκε όπως άρχισε , σαν όνειρο .
Άνοιξα τα μάτια και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου με την γλυκιά αίσθηση ότι η ζωή μου σύντομα θα άλλαζε ρότα .Ήταν στ’ αλήθεια ένα όνειρο αυτό που έζησα ή μια πραγματικότητα που δεν τολμούσα να πιστέψω . Στάθηκα κάμποση ώρα στο κρεβάτι τυλιγμένη στα λευκά σεντόνια και σκευτόμουν ξανά και ξανά το περίεργο αυτό όνειρο ίσος προμύνημα έως ότου , το εσωτερικό του κεφαλιού μου έμοιαζε μ’ ένα καλάθι γεμάτο νήματα κι όλα τους μπερδεμένα μεταξύ τους , δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο ,ένα καλά οργανωμένο χάος , το λογικό μέσα στο παράλογο ή το παράλογο μέσα στο λογικό . Πέταξα τα σκεπάσματα και σηκώθηκα γοργά απ’ το κρεβάτι .Η καρδιά μου φτερούγισε στο στήθος μου , καθώς είχε ξυπνήσει και πάλι μέσα μου η ελπίδα …